Τέλος εποχής κι αρχή μιας άλλης. Δεν αποχαιρετάμε το καλοκαίρι, ούτε τη θάλασσα, αλλά ατενίζουμε αυτά που έρχονται για να τ’ αγκαλιάσουμε με αισιοδοξία!
Λεμεσός, Κύπρος- Αύγουστους 2016
Τέλος εποχής κι αρχή μιας άλλης. Δεν αποχαιρετάμε το καλοκαίρι, ούτε τη θάλασσα, αλλά ατενίζουμε αυτά που έρχονται για να τ’ αγκαλιάσουμε με αισιοδοξία!
Λεμεσός, Κύπρος- Αύγουστους 2016
Οι γάμοι κι οι βαφτίσεις είναι για αρκετούς τα αναγκαστικά event του καλοκαιριού. Στους γάμους και τις βαφτίσεις βλέπεις συγγενείς και φίλους, που συναντάς μόνο σε τέτοιου είδους κοινωνικές υποχρεώσεις. Και στις κηδείες τους βλέπεις, άλλα αυτό είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Στα event αυτά βιώνεις μεγαλεία και πτώσεις των ανθρώπινων σχέσεων σαν ταινία μικρού μήκους, μεγάλων όμως διαστάσεων.
Στις βαφτίσεις ξαναθυμάσαι το άγχος και τον ιδρώτα που έριξες σαν γονιός και σαν αυτόπτης μάρτυρας του μυστηρίου, όταν βαφτιζόταν το βλαστάρι σου και ο παπάς το βύθιζε στην κολυμπήθρα σαν χαστουκόψαρο, χωρίς καν την συγκατάθεσή του. Και μετά το βασανιστήριο ακολουθεί το φαγοπότι και το γλέντι για να εορταστεί ο νεοφώτιστος. Και κει ξεκινούν τ΄ άλλα γλέντια: Κάθεσαι σε τραπέζι με συγγενείς ή άλλα φιλικά ζευγάρια- γιατί το seating plan είναι η μισή επιτυχία του event- και μιλάς για θηλασμό, πάνες, ξενύχτια, παραπανήσια κιλά, αδιαφορία του/ της συντρόφου στη μετά-την γέννηση-των-παιδιών-ζωή του ζευγαριού, ενώ κάποτε μίλαγες για έρωτες, πάρτυ, μεταπτυχιακά και διακοπές. Στο τραπέζι, όπου οι παρευρισκόμενοι τσουγκρίζουν τα ποτήρια εις υγείαν του νεοφώτιστου το κάθε ζευγάρι δεν χαμογελάει, δεν κοιτάζεται καν, έχοντας στη γλώσσα μόνο φαρμάκι ν΄ ανταλλάξει πια. Είναι οι στιγμές που βαφτίζουμε την ευτυχία του «Ναι σε όλα και για πάντα» στο «Όχι δεν θα πάρω άλλο, ευχαριστώ!»
Στις βαφτίσεις και τους γάμους η ευθραστότητα των ανθρώπινων δεσμών της σημερινής εποχής ξετυλίγεται σαν κουβάρι γεμάτο κόμπους που δεν λύνονται, δεν κόβονται, αλλά πολλαπλασιάζονται στ΄όνομα της απελπισμένης αναζήτησης ταυτότητας κι ανάγκης αυτοπραγμάτωσης του ατόμου στην κοινωνία και της αδυναμίας του ν΄ απορρίψει την αστική κουλτούρα και τα στερεότυπα.
Gustav Klimt, Beethovenfries (Detail), 1902 | by Alfred Weidinge
Φοβόσουν και φοβάσαι ακόμα τη γυναίκα. Την αληθινή γυναίκα. Που είναι ευφυής και ξέρει τι θέλει. Γυναίκα για σένα σημαίνει συμβίωση και δέσμευση, την οποία επί της ουσίας τρέμεις. Γι΄ αυτό διαλέγεις αυτές που δεν μπορούν vα κάνουν σχέση και συμβίωση, γυναίκες χωρίς πολλές απαιτήσεις, παντρεμένες ή χωρισμένες με παιδιά. Το τελευταίο δεν το άντεχες με τίποτα. Να ερωτευτείς κάποια που έχει παιδιά κάποιου άλλου άντρα και όχι τα δικά σου; Αδύνατον! Σου συνέβηκε όμως και ο θυμός σου, μεγάλος και τραχύς, πνιγμένος παντού και πάντοτε, αλλά εκεί και να κοχλάζει. Για κάποιο λόγο πιστεύεις ότι σου αξίζει η κακοποίηση, λες και είναι ηδονή. Πιστεύεις ότι αξίζεις ν΄αγαπηθείς; Μέχρι τώρα έχεις τιμωρήσει αγρίως τον ευατό σου και τις γυναίκες που ήσουνα μαζί τους, επειδή πίστευες το αντίθετο. Και όμως ερωτεύτηκες μια γυναίκα, απ΄ αυτές που στην ουσία σιχαινόσουν.
Η εξωτερική τάξη των πραγμάτων της ζωής σου έκρυβε καλά την έσω αταξία του αδιέξοδου έρωτά σου μαζί μου. Η συνεχής εσωτερική υπενθύμιση για τη ματαιότητα της ύπαρξής σου στη παρούσα κατάσταση και η πίκρα απέναντι στην προτετελεσμένη διαδρομή σ΄ έπνιγε στη αγριέμενη θάλασσά σου. Έπρεπε ν΄ αποφασίσεις: να δώσεις μια γερή γροθιά και να σπάσεις τον γυάλινο κόσμο των νευρώσεων σου ή να συνεχίσεις να υπάρχεις σ΄αυτό το δανεικό πλαίσιο ζωής.
«-Σου έχω λείψει, με πεθύμησες;» Σε ρωτούσα το ανθρωπινότερο πράγμα στον κόσμο και συ με πήγαινες μέσω Ινδίας στην Καρδίτσα ή δεν απαντούσες καθόλου. Αρνιόσουν πεισματικά ν΄ απαντάς με αμεσότητα συναισθήματος στο ερώτημα και σιωπούσες. Μια σιωπή που σήμαινε you can’t handle the truth. Και τότε ήταν που υπενθύμιζα στον ευατό μου να με φτύσω τόσο δυνατά στα μούτρα πριν το κάνω στα δικά σου μούτρα κάνοντας μια έκφραση αηδίας.
Το βράδυ που χωρίσαμε σου είπα: «Σκοτώνουμε έναν έρωτα πριν τον αφήσουμε καν να ζήσει» . Το ίδιο βράδυ περπατούσα στο δρόμο για ώρα κλαίγοντας, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο. Κάποια στιγμή δεν άντεξα, λύγισα στα γόνατα εκεί χαμηλά στην άσφαλτο, ουρλιάζοντας από τον πόνο που μου’ τρώγε τα σωθικά για έναν έρωτα ημιτελή και ευτελή. Είχα κατέβει όσο πιο χαμηλά γινόταν, εκεί στην άσφαλτο που έκαιγε, δεν μπορούσα να κουνηθώ, είχα πετρώσει. Είχα κατέβει τόσο χαμηλά μαζί σου, αλλά ξανασηκώθηκα για να πω ένα τεράστιο ευχαριστώ στη ζωή μου. Χωρίς εσένα, χωρίς έναν έρωτα ευτελή και αιώνια ημιτελή.
Όταν μηδενίζεται η απόσταση και ο χρόνος. Όταν δεν έχουμε ξεχάσει ποτέ και πουθενά να μιλάμε ο ένας στον άλλο, να κοιταζόμαστε, να αποκωδικοποιούμε τα αμίλητα, να λέμε σ΄ αγαπώ, σ΄εκτιμώ, σε θέλω στη ζωή μου. Όταν σε ψάχνω γιατί είμαι άρρωστος, σωματικά ή ψυχικά, όταν ουρλιάζω γιατί φοβάμαι και είσαι εδώ τα ξημερώματα ακόμα και με τις πυτζάμες ή την ημέρα με τα ταγιέρ, τα κουστούμια και τις γραβάτες. Όταν μου λες αν το φαγητό μου είναι καλό ή θέλει λίγο αλάτι ακόμα, γιατί έχουμε φάει μαζί ψωμί κι αλάτι ή το γλυκό μου σ΄έχει λιγώσει, γιατί γλυκαθήκαμε παράλληλα με τους έρωτές μας. Όταν η συγκίνησή μου είναι βαθιά για το ρίσκο που πήρες να με χάσεις οριστικά ερχόμενος σε ρήξη μαζί μου, προκειμένου να μη με αφήσεις να φάω πάλι τα μούτρα μου, έστω κι αν τα τρώω για πολλοστή φορά. Όταν η ζήλεια περνάει, η αμφιβολία έχει πάψει να είναι δεύτερη φύση και η εμπιστοσύνη χτίζεται πάλι με τον χρόνο που χάσαμε μεταξύ μας, γιατί ως άνθρωποι ζηλεύουμε, αμφιβάλλουμε, πικραινόμαστε, απομονωνόμαστε, αναλύουμε πράγματα και καταστάσεις που μας τσούγκρισαν για να επιστρέψουμε εκεί που είχαμε μείνει, αφού εκτιμήσαμε τις στιγμές αλλιώς για να ζυμωθούμε πιο πολύ, πιο μεστά. Μαζί. Όταν δεν αρνείσαι μέσα κι έξω σου να λες συγγνώμη, έσφαλα, ευχαριστώ, διαφωνώ αλλά είμαι εδώ, χαίρομαι με τη χαρά σου, πονώ όταν πονάς. Όταν δεν κουβαλάς κόμπλεξ κι εγωισμό, όταν ζεις χωρίς εισαγωγικά και ημερομηνίες λήξεως. Όταν ξορκίζεις το κακό και τη γρουσουζιά με κάθε ευκαιρία, κατανοείς τις ανθρώπινες αδυναμίες και τα πταίσματα, χωρίς να κρίνεις και να καταδικάζεις, χωρίς πως, πότε και γιατί. Όταν σέβεσαι τον ευατόν σου και τον απέναντί σου χωρίς ουδεμία τσιγγουνιά. Όταν ξαναβρίσκεις τους ανθρώπους της καρδιάς σου εκεί που τους άφησες και ξεκλειδώνεις το πάρε δώσε της αγάπης. Πάλι και πάλι. Γιατί οι real life friends είναι η οικογένεια που διαλέγεις.
Μπάνιο στη θάλασσα, στο έβγα του Αυγούστου. Πατέρας, αραβικής προέλευσης δίπλα μας λέει γλυκά στα λουόμενα παιδιά του: yalla, yalla, έξω. Ώρα για επιστροφή στο σπίτι, αντιλαμβάνομαι εγώ. Και σκέφτομαι έναν άλλο πατέρα, όχι πολλά ναυτικά μίλια μακριά από την Λεμεσό να φωνάζει στους δικούς του μέσα στο χαμό των βομβαρδισμών: Yalla, yalla, με τον τρόμο του θανάτου στα μάτια. «Πάμε να φύγουμε, να σωθούμε». Ένας πατέρας αγωνιά και «τρέχει» για τη ζωή. Ό εδώ πατέρας μαζεύει τα μικρά σωσίβια και στεγνώνει τα παιδιά του τρυφερά μετά το απογευματινό μπάνιο στη θάλασσα κι ο εκεί πατέρας δένει στα αδύναμα σώματα των παιδιών του τα σωσίβια γιλέκα για να μπουν σ΄ένα φουσκωτό σκάφος χωρίς να ξέρει πότε θα στεγνώσει η υγρή θάλασσα στα σώματά τους. Και η φρίκη δίπλα και παραπέρα να συνεχίζεται…
Και μεις οι εναπομείναντες ζωντανοί, εμείς που «γλυτώσαμε» οφείλουμε να αντιστεκόμαστε στο φόβο, να είμαστε δίπλα σ΄ αυτούς τους ανθρώπους, να δίνουμε κουράγιο, να κρατάμε μακριά τη γρουσουζιά και να μη συνηθίζουμε το κάθε μακελειό σε ανθρώπινες ζωές και ιστορικά μνημεία.
Buildings Photo by Zaina Erhaim
Αεροπλάνα, πλοία, τρένα, μηχανές. Με όλα ή σχεδόν όλα ταξιδεύεις χωρίς στιγμή ν΄ αναρωτηθείς ως πότε και μέχρι πού αρκεί να φτάσεις στη φιλοξενία των ανθρώπων και των τόπων. Σπουδαία αρετή και ίσως πια σπάνια η φιλοξενία όση διάρκεια κι αν έχει. Να μην αισθάνεσαι έξω απ΄ το πετσί σου, να βρίσκεσαι εκεί που βρίσκεσαι όχι προσωρινά και ας είναι για λίγο, να νιώθεις μόνιμος και ας φεύγεις σε κάποιες ώρες. Φιλόξενα είναι εκεί που κοιμάσαι στην τάβλα και νιώθεις σαν πούπουλο, εκεί που ένας καφές, ένα κρασί, ένα τραπέζωμα, διανυκτερεύσεις με ατελείωτες συζητήσεις συνδέουν τον ξενιστή με τον ξένο ανώδυνα and everything makes sense.
Και από την άλλη υπάρχει η αφιλοξενία κι η αξενία, η απροθυμία ν΄ ανοίξεις τις πόρτες και τις αγκάλες σου στους ανθρώπους, η έλλειψη φιλόξενης διάθεσης. Μαγκωμένες στιγμές ζεις όταν ξυπνάς στην πολυτέλεια και θες να δραπετεύσεις, όταν ο μάλλον γλυκύς καφές γίνεται χολή και το φαγητό σού κάθεται στο στομάχι. Όταν η τσιγκουνιά εσωτερική κι εξωτερική του «νοικοκύρη» και η μικροψυχία του σ΄ απομακρύνει χωροχρονικά και σου αφήνει μια στυφή γεύση και έναν λεκέ στα μέσα σου.
Να πηγαίνεις εκεί που αισθάνεσαι όμορφα, εκεί που οι άνθρωποι αγκαλιάζουν τις ιστορίες σου φιλόξενα, άφοβα, αζήλευτα και ας σε «χαστουκίζουν» και σε «τσιμπάνε» μερικές φορές γιατί σε νοιάζονται. Να γεύεσαι κάθε στιγμή, κάθε δροσιά της θάλασσας, κάθε κόκκο της άμμου, κάθε κουκούτσι του καρπουζιού, κάθε ανατολή και δύση του ήλιου, όλες τις διαδρομές, όλες τις ανηφόρες και τις κατηφόρες του δρόμου και του σώματος. Τότε ανοίγονται αδιανόητα τοπία και εκεί ξαναγυρνάς, στον τόπο που σε «φιλούν» και τους «φιλάς».
Ένα-δυο ανθρώπους χρειάζεσαι, λίγους, αλλά να είναι υπαρκτοί. Και κλείνοντας την πόρτα δεν φεύγεις και τ΄αφήνεις όλα πίσω, αλλά τ΄αφήνεις όλα ανοιχτά για να ξαναγυρίσεις εκεί που στεγάζεται η Φιλοξενία των ανθρώπων και των τόπων.
Σκληθρί, Σκιάθος Αύγουστος 2016
ΙΔΕΕΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.
Πολιτισμικά, ταξιδιωτικά, κοινωνικά, ιστορικά, γαστρονομικά και γλυκά θέματα σε μία αλλιώτικη ιστοσελίδα!
a.k.a. kouzinovia - a greek word describing a female person who lives in the kitchen. Always.
nine-twenty-five
"...but whoso did receive of them / And taste, to him the gushing of the wave / Far far away did seem to mourn and rave / On alien shores; and if his fellow spake, / His voice was thin, as voices from the grave; / And deep-asleep he seem’d, yet all awake, / And music in his ears his beating heart did make." (Lord Alfred Tennyson, "The Lotos-Eaters")
Look into our mirrors...You will see the most amazing things...
Διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας πάρουν στα σοβαρά, κάτι που είναι η αρχή του τέλους. — Ζαν Κοκτώ —
Σημειώσεις ενός μεταφραστή για τα έργα του Thomas Pynchon
It's not over
Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο
Περιοδικό Φύλλο Επιλεγμένης Λογοτεχνίας
3 Ευχές και Καταϊδρωμένες
Ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα
interdisciplinary literature festival
ΙΔΕΕΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.
Πολιτισμικά, ταξιδιωτικά, κοινωνικά, ιστορικά, γαστρονομικά και γλυκά θέματα σε μία αλλιώτικη ιστοσελίδα!
a.k.a. kouzinovia - a greek word describing a female person who lives in the kitchen. Always.
nine-twenty-five
"...but whoso did receive of them / And taste, to him the gushing of the wave / Far far away did seem to mourn and rave / On alien shores; and if his fellow spake, / His voice was thin, as voices from the grave; / And deep-asleep he seem’d, yet all awake, / And music in his ears his beating heart did make." (Lord Alfred Tennyson, "The Lotos-Eaters")
Look into our mirrors...You will see the most amazing things...
Διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας πάρουν στα σοβαρά, κάτι που είναι η αρχή του τέλους. — Ζαν Κοκτώ —
Σημειώσεις ενός μεταφραστή για τα έργα του Thomas Pynchon
It's not over
Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο
Περιοδικό Φύλλο Επιλεγμένης Λογοτεχνίας
3 Ευχές και Καταϊδρωμένες
Ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα
interdisciplinary literature festival