Τέλος μιας ηλικίας

Δεν αγαπώ τους αποχαιρετισμούς και δεν θα τους αγαπήσω ποτέ. Αλλα θα συμβαίνουν πάντα αδιαφορώντας για μένα και τον καθένα που τους σιχαίνεται. Το Ιούνιο αποχαιρετώ πάντα κάποιους μαθητές μου. Και με αυτούς αποχαιρετώ και μια δική μου ηλικία. Κι ο ίδιος κόμπος κάθε φορά στο λαιμό μου την ώρα που τους αποχαιρετώ. Η ίδια συγκίνηση.

Mετά τις βραβεύσεις, το χειροκρότημα και τους αποχαιρετισμούς παρόλαυτα μένουν αυτά τα φωτεινά πρόσωπα που με κοιτάνε με ευγνωμοσύνη σιωπηλά, αλλά κατάματα και νιώθω τυχερή που ήμουν ένα μικρό κομματάκι της ηλικίας τους. Και αυτά τα παιδιά θα με βρίσκουν πάντα μετά από χρόνια σε μια ερημική παραλία φωνάζοντάς μου «Κυρία θυμάσαι με;». Κι εγώ θα αναρωτιέμαι (ή και ίσως όχι) σε ποια χρονιά συναντηθήκατε με αυτά τα παιδιά που τώρα μεγάλωσαν, αυτά θυμούνται το χθες σαν σήμερα κι εγώ βρίσκομαι σε αρχόμενο Αλτσχάιμερ.

Τέλος Ιουνίου 2018: το τέλος και μια αρχή μιας άλλης ηλικίας.

Πόσο κωλόπαιδο ο θάνατος

Ο θάνατος δεν χωνεύεται. Και δεν γνωρίζω πως διαχειρίζεται κανείς την απώλεια των ανθρώπων του. Και κάθε φορά που φεύγει ένας άνθρωπος, δέκα, είκοσι, τριανταπέντε, εξήντα χρονών, όποια ηλικία κι αν έχει αυτός ο άνθρωπος με πιάνει το παράπονο για όσα δεν προλαβαίνουμε να πούμε μεταξύ μας σε όσο χρόνο μας χαρίζεται, για όσα μικρά αρνιόμαστε πεισματικά να προσπεράσουμε, για τις συγγνώμες που δεν αρθρώνουμε, για τους εγωισμούς και τις μικρότητές μας. Γιατί όλα είναι μικρά μπροστά στην αδικία της αρρώστιας. Δεν υπάρχει δίκαιη αρρώστια για κανέναν.

Ο θάνατος είναι πολύ κωλόπαιδο. Και μεις εξακολουθούμε να είμαστε κωλόπαιδα απέναντι στη ζωή μέχρι την επόμενη απώλεια.

Lost and found 01

Με βρίσκω και με χάνω. Χρόνια τώρα. Ίσως από τα γεννητούρια μου. Σ΄έναν τόπο που δεν μεγάλωσα, μ΄ έχασα από δύο χρονών παιδί. Στον καινούργιο τόπο, όπου μεγάλωσα ένιωθα ανέλπιστα χαμένη.  Ανεξήγητα ίσως. Αλλά χαμένη. Με βρήκα μετά τα είκοσί μου χρόνια σ΄έναν άλλο τόπο, μια άλλη χώρα. Τότε έχασα και την παρθενιά μου. Σ΄εκείνη τη χώρα μιλούσα την ίδια γλώσσα με τους ντόπιους. Ανέπνεα βαθιά κι έμαθα να ζω εμένα σ΄ευτυχισμένες στιγμές. Στις άλλες στιγμές, τις δύσκολες, επέστρεφα στον χαμένο μου ευατό.

….

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που έφυγα από την χώρα που δεν ένιωθα χαμένη. Με βρήκα ξανά στον γενέθλιο τόπο μου.

Lost and found, lost and found, lost, lost…

Άνθρωποι

Να μην μας λείψει το ψωμί.

Να μην μας λείψει το νερό.

Να μην μας λείψει η ανάσα.

Να μην μας λείψει η φωλιά μας.

Να μην μας λείψει η θωριά μας.

Να μην μας λείψει ο ήλιος.

Να μην μας λείψει η θάλασσα.

Να μην μας λείψει ο έρωτας.

Να μην μας λείψει το «σ’αγαπώ».

Να μην μας λείψει η συγγνώμη.

Να μην μας λείψουν οι άνθρωποί μας.

Να μην μας λείψει η ανθρωπιά.

Λέξεις

Μου τελειώνουν οι λέξεις τον τελευταίο καιρό.

Αναρωτιέμαι αν τελειώνει κι η αγάπη ή το μίσος.

Ή θα μας ψάχνουν και θα μας βρίσκουν πάντα αυτά.

Δεν θα μας αφήνουν μόνους ποτέ, όπως λέει και ο συγγραφέας.

Ούτε οι λέξεις δεν μας αφήνουν, απλά τις ξεχνάμε και τις θυμόμαστε.

Η μνήμη δεν σ΄αφήνει να ξεχνάς.

 

 

Θερμοκρασίες

Ξυπνάς μέσα στην κουφόβραση. Από την μία χαίρεσαι για την ζέστη, για το καλοκαίρι που μπήκε με όλα όσα αυτή η εποχή φέρνει, από την άλλη αυτή η ζέστη είναι ενοχλητική για το πετσί σου, για τα μέσα σου, για τη δύσπνοια που σου προκαλεί. Χαίρεσαι για την ζέστη, τις φωτεινές μέρες, για το λιοπύρι μα εκνευρίζεσαι ταυτόχρονα, γιατί δεν αντέχεις τούτο τον καιρό και ντρέπεσαι να το ομολογήσεις, γιατί είναι αχαριστία να νιώθεις έτσι για τις ωραίες μέρες, για τις υψηλές θερμοκρασίες, αφού κάπου αλλού οι ωραίες μέρες είναι σπάνιες έως ανύπαρκτες και επικρατεί κρύο και μουντίλα συνεχώς στα μέσα και τα έξω των ανθρώπων.
– Κυρία σήμερα εν φτάσουμεν τους 39 βαθμούς. Να πάεις να κάμεις μια βουθκιάν στη θάλασσαν, φωνάζει ο Γιάννης, μαθητής μου, ο οποίος δίνει την τελευταία του εξέταση στο σχολείο σήμερα. Τζαι καλόν καλοκαίριν κυρία!
-Καλό καλοκαίρι Γιάννη, του απαντώ και χαίρομαι για το φως που εκπέμπει από παντού.