Η πόλη βουλιάζει

«Που πήγε το σπίτι μου; Που είναι η τηλεόρασή μου; Ποιος είμαι; Που βρίσκομαι; Τι ώρα είναι;» Όλα πέρασαν στιγμιαία από το μυαλό του Απόστολου μόλις άνοιξε τα μάτια του εκείνο το βράδυ. Ήταν φθινόπωρο του ’85 και ζούσαν πια σε μια συνοικία στο κέντρο της Λευκωσίας. Αυτός και οι δύο γέροι γονείς του. Όλα ήταν αλλιώς σ΄εκείνη την πόλη. Όλα ήταν αλλιώς στη ζωή του τα τελευταία χρόνια. Όλα άλλαξαν μετά την εισβολή του ΄74 για όλους.

Ήταν περασμένες δέκα το βράδυ όταν ξύπνησε ιδρωμένος. Δεν θυμόταν πότε τον πήρε ο ύπνος. Τους τελευταίους μήνες έπασχε από αυπνίες. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, ανέσυρε στα τυφλά τις σαγιονάρες του, έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα και πήγε ν΄ανοίξει τις άθλιες κουρτίνες. Το δωμάτιο μύριζε κλεισούρα, αφού είχε μέρες να το αερίσει έτσι αποφάσισε ν΄ανοίξει το παράθυρο. Έξω ήταν κατασκότεινα και ψιχάλιζε. Μέσα ήταν η ώρα της κατατάθλιψής του. Αυτή όμως δεν είχε ποτέ ώρα. Καιρό τώρα είχε έρθει απρόσκλητη και έμεινε.

Πήγε στην κουζίνα, έβαλε να πιεί νερό, αφού το ουίσκι του τελείωσε πριν μέρες και κατευθύνθηκε  προς το σαλόνι. Οι γονείς του κοιμόντουσαν όπως κάθε μέρα με τις κότες. Μα κι όσο ήταν ξύπνιοι οι κουβέντες ανάμεσά τους ήταν λιγοστές, μετρημένες. Άναψε το μικρό αμπαζούρ με το λευκαρίτικο κέντημα, προικιό της μάνας του κι άνοιξε τα συρόμενα πορτάκια της Telefunken. Την είχε αγοράσει με τις οικονομίες του για να ξεχνιούνται λίγο οι γέροι του. Πάτησε το κουμπί τρία, μετά το πέντε μα τίποτα δεν του άρεσε. Στο τέλος το γύρισε στο έξι και κάθησε στον ξεθωριασμένο καναπέ.  Έπαιζε «Το μινόρε της Αυγής» και στρώθηκε να το δει. Η καφέ  Telefunken ήταν και η δική του συντροφιά τέτοιες ώρες σιωπής.

Ο Απόστολος δούλευε χρόνια στις οικοδομές. Ψηλός, μελαχρινός, γύρω στα τριάντα έδειχνε μεγαλύτερος απ΄ότι ήταν στην πραγματικότητα. Κάποιοι άνθρωποι λένε πως γεννιούνται γερασμένοι. Τις τελευταίες μέρες δεν πήγαινε δουλειά, γιατί έβρεχε καταρακτωδώς και η πόλη έμοιαζε να βουλιάζει. Το αφεντικό τους είπε πως μόλις ηρεμήσει ο καιρός έπρεπε να επιστρέψουν στη δουλειά. «Τα μεροκάμματα όμως να τα ξεχάσετε τις μέρες που βρέχει. Βούλιαξαν κι αυτά στις λάσπες», τους είπε κοφτά ο μάστρος Νεόφυτος για να τους κόψει τα «μα και μου» απ΄την αρχή.  Ο Απόστολος βλαστημούσε από την πρώτη στιγμή που βρήκε αυτή την δουλειά στα κτίσματα. Ανάθεμα την ανάγκη του να βγάλει το πενηντάλιρο τον μήνα, να ταίσει τους συνταξιούχους του γονείς και να πληρώσει αυτό το ρημάδι το σπίτι, που τους βρήκε η πολιτεία για να ζήσουν από τότε που προσφυγοποιήθηκαν. «Το νοίκι σας είναι χαμηλό κύριε Αποστόλου, βλέπετε δεν έχετε ούτε παιδιά, ούτε εγκλωβισμένους. Δεν μπορούμε στην παρούσα φάση να σας βρούμε κάτι άλλο», του τόνισε ο υπάλληλος στη Υπηρεσία Προσφύγων όταν ο Απόστολος παραπονέθηκε πως το σπίτι έβαζε νερά και είχε πιάσει μούχλα.

 Άναψε το τσιγάρο του και σηκώθηκε να δυναμώσει την φωνή της τηλεόρασης εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ο Καφετζόπουλος άρχισε να παίζει μπαγλαμά και να τραγουδάει:

«Μανούλα μου αρρώστησα βαριά, ο χάροντας μ΄αγγίζει

Θυμάμαι το σπιτάκι μας και η καρδιά ραγίζει.

                          Μάνα μου τα λουλούδια μου συχνά να τα ποτίζεις.

Όπως τα δρόσιζα κι εγώ, κι εσύ να τα δροσίζεις»

 

Ο Απόστολος τίναζε αφηρημένος τις στάχτες του τσιγάρου του στο πάτωμα και μετρούσε το χρόνο με απώλειες. Πόσα σίδερα και πόσα τούβλα κουβαλούσε μες τους καύσωνες και τις καταιγίδες για να κτίσει το σπίτι τους στη Λάπηθο. Πόσες θυσίες έγιναν για να στεγάσει σ΄εκείνο το μικρό οικοπεδάκι γονείς και αδελφή. Πόσο λίγο κράτησε η χαρά του «δικού μας σπιτιού», της προσμονής για το στεφάνωμα της Χαρούλας, της μονάκριβης του αδελφής. Κι έπειτα ακολούθησαν απανωτά το ξεσπίτωμα, η προσφυγιά, ο ξενιτεμός της Χαρούλας στην Αγγλία. Όλα βούλιαξαν.

Όσο κυλούσαν οι μικρές ώρες τόσο δυνάμωνε η βροχή. Βλαστημώντας για την κακοκαιρία ο Απόστολος άνοιξε την μπαλκονόπορτα και κοίταξε βαρύς και θυμωμένος τον ουρανό. Κοιτούσε μια τον ουρανό, μια τον δρόμο που έμοιζε με λίμνη. Τότε ήταν που άκουσε το βραχνό νιαούρισμα έξω στο δρόμο. Μες την άγρια νύχτα ο ήχος που ακουγόταν δεν ήταν ένα γουργούρισμα μα ένα ισχνό παράπονο. Άνοιξε γρήγορα την εξώπορτα του σπιτιού και  με μια δρασκελιά πετάχτηκε στον δρόμο αγνοώντας την μπόρα. Μια αίσθηση  χρέους τον ανάγκασε να ψάξει το γατί που κινδύνευε. Άνοιξε το φορτηγάκι του, πήρε ένα φακό κι άρχισε να ρίχνει φως δεξιά κι αριστερά. Δεν άργησε να εντοπίσει το μικρό γκρίζο γατί που είχε σφηνωθεί σ΄έναν λάκκο του κακοφτιαγμένου πεζοδρομίου. Άφησε τον φακό παράμερα, το ξεσφήνωσε προσεκτικά από την τρύπα και ανακάθησε κρατώντας το τρυφερά στο πεζοδρόμιο. «Όλοι βουλιάζουμε στις λάσπες μικρούλη. Η χώρα βουλιάζει χρόνια τώρα. Το ίδιο και μεις».

Μ΄ένα κύμα ηρεμίας να τον κατακλύζει ο Απόστολος σηκώθηκε με το γατί αγκαλιά και πορεύτηκε μουσκεμένος προς το σπίτι.  Ήταν σίγουρος πως αύριο η βροχή θα κόπαζε.

Να δεχτείς

Να δεχτείς ότι τελειώνει κάτι.

Να δεχτείς τα ψίχουλα του ψωμιού.

Να δεχτείς τα ξεθωριαμενα ρούχα σου.

Να δεχτείς το τέλος μιας εποχής και την αρχή μιας άλλης.

Να δεχτείς τη ζωή.