Αφέντρικα

Εδώ γεννήθηκε ο παππούς μου, ο πατέρας του πατέρα μου, ο αφέντης του σπιτιού. Εδώ γεννήθηκε και μεγάλωσε ο πατέρας μου. Στην Αφέντρικα. Κάπου πιο κάτω γεννήθηκα κι εγώ. Δεν πρόλαβα να μεγαλώσω εκεί, γιατί φύτρωσαν αγκάθια. Όμορφη η χερσόνησος της Καρπασίας.

Αφέντρικα Καρπασίας, Κύπρος 2017

Παρανάλωμα

Έβλεπα τον παππού μου στον ύπνο μου. Με πλησίαζε στο κρεβάτι που κοιμόμουν, τον θυμάμαι να περπατάει κανονικά προς το μέρος μου. Περπατούσε κανονικά κι ερχόταν προς εμένα. Δεν με πλησίασε πολύ, αλλά με σκούντηξε με το μπαστούνι του και άρχισε να μου μιλάει:

-Σήκω κόρη μου. Ξύπνα!

Ο παππούς μου μιλούσε καθαρά, δεν τραύλιζε καθόλου και στεκόταν όρθιος με τα κάτασπρα μαλλιά του και τα τσακίρικα μάτια του και με κοίταζε επίμονα. Είχα παγώσει. Δεν ήξερα, αν έπρεπε να χαρώ ή να φοβηθώ, που έβλεπα τον δικό μου παράλυτο κι άλαλο παππού να μου απευθύνει τον λόγο.

-Σήκω να πιείς την φρέσκια λεμονάδα που σου έφτιαξα και μετά να καθήσεις να διαβάσεις, κόρη μου.  Κι άμα τελειώσεις θα σου μιλήσω για το χωριό μας. Αυτό που αφήσαμε πίσω, μου είπε γλυκά και βγήκε αργά από το δωμάτιό μου.

Σηκώθηκα, ντύθηκα, πήγα ξυπόλητη στην κουζίνα και είδα τη λεμονάδα να με περιμένει στο τραπέζι. Την ήπια μονορούφι, πήρα το σπιρτόκουτο και προχώρησα στο σαλόνι. Κάθησα κάτω στο ξύλινο παρκέ, τράβηξα την κουρτίνα να κρύψω το κεφάλι και το σώμα μου. Άναβα τα σπίρτα και χαριεντιζόμουν,  όταν η φωτιά του κάθε σπίρτου έκαιγε όλο το ξυλαράκι. Τελείωνε το ένα, άναβα το άλλο. Τα καμμένα σπίρτα, τα πέταγα χάμω, κάπου δίπλα μου. Κι ένα τελευταίο με ωραία φωτιά μού ΄καψε λίγο το δάχτυλο και ενστικτωδώς το πέταξα στην κουρτίνα. Δεν χρειάστηκε πολύ. Αυτά τα λιγοστά δευτερόλεπτα πήρε φωτιά η κουρτίνα κι εγώ θαύμαζα τον χορό της.

Ο παππούς μου, ο Νεόφυτος, που ήταν καθηλωμένος στο αναπηρικό του καροτσάκι και δεν μίλησε ποτέ ξανά μετά το εγκεφαλικό καθόταν απέναντι από την κουρτίνα που καιγόταν. Άρχισε να μουγκρίζει, να με κοιτάει μ΄αυτά τα διαπεραστικά μάτια σαν να μου ζητούσε βοήθεια. Κι εγώ ονειροπολούσα στο θέαμα της καιγόμενης κουρτίνας. Ο παππούς όλο και δυνάμωνε την ανησυχία του με μουγκριτά σε κρεσέντο για να φωνάξει βοήθεια όχι τόσο γι΄αυτόν, αλλά για μένα που στεκόμουν απαθής και θαύμαζα την τελετουργία του καψίματος.

-Τι κάνεις εκεί παιδί μου, άκουσα ξαφνικά τη φωνή της μάνας μου, η οποία τρέχοντας προς το μέρος μας αλαφιασμένη, άρπαξε ότι απέμεινε από την κουρτίνα και την έβαλε με οργή στο πάτωμα πατώντας την για να σβήσει κάθε φλόγα της φωτιάς μου.

-Είσαι με τα καλά σου; Θα μπορούσες να προκαλέσεις κακό σε σένα, στον παππού που είναι παράλυτος, που δεν μπορεί να μιλήσει. Να βάλεις φωτιά στο σπίτι μας, να γίνουμε παρανάλωμα, μου φώναζε εξοργισμένη η κόρη του παππού μου, η μάνα μου.

Ακούγα σκυφτή, αλλά παγερή τις κατηγορίες της μητέρας μου και με την άκρη του ματιού μου κοίταξα τον παππού. Είχε σκύψει το κεφάλι του, έμπλεξε τα δάχτυλά του και βαριανάσαινε. Τότε είδα να κυλάει στο μάγουλό του ένα δάκρυ και κάρφωσα το βλέμμα μου εκεί στα μάγουλα του παππού. Ήθελα να ουρλιάξω από λύπη, αλλά κρατήθηκα όπως κράτησα και τα δάκρυα μέσα μου.

«Αχ παππού μου! Ήθελα τόσο πολύ να σε κάνω να μιλήσεις, να με πλησιάσεις. Αχ παππού, γιατί σώπασες τόσο νωρίς. Αυτό το παρανάλωμα του πολέμου, αυτό το ανώφελο βάρος που κουβάλησες όταν ξεσπιτώθηκες, αυτό που σου πήρε τη φωνή σου ήθελα να κάψω. Παππού! Μου λείπεις!» φωναξα δυνατά και ξύπνησα ιδρωμένη.

Ακόμη ζω

Πρόσωπο και χέρια ρυτιδιασμένα. Μάτια θαμπά, φρύδια πυκνά.  Χείλη σουφρωμένα, μόνιμα κλειστά και χλωμά. Το σώμα δεν κουνιέται, απλά κάθεται, δεν ακούει τις φωνές εντός κι εκτός του. Οι κινήσεις των χεριών και των ποδιών μηχανικές καθημερινά προγραμματισμένες και ίδιες, πάντοτε μέσα σ΄ εκείνα τα λιγοστά τετραγωνικά στο πεζοδρόμιο. Η ψυχή του, μια απουσία κάθε πόθου και ευδαιμονίας, ντυμένη στο γκρι, αμπαρωμένη πίσω απ’ το κελί της. Και η μνήμη του σκουριασμένη ή τρύπια θέλει να βουλιάζει στη λήθη, να συντηρεί τις σιωπές. Μοναδική του παρέα όλα εκείνα τα ζευγάρια παπουτσιών που ζητούν να ξαναφορεθούν, ν΄ αγκαλιάσουν τις πατούσες που τ΄ αγαπούν, που έχουν ιστορίες να διηγηθούν, που έχουν ζήσει πάνω τους το καλό, το κακό, το όμορφο, το άσχημο κι ακόμη ζουν.

IMG_0785

Συρία

Φώτο : Άνθος Μυριάνθους

Human

Πήγε και τον πήρε με το αμάξι της. Όμορφος, ψηλός, μελαχρινός μ΄ εκείνα τα ζεστά καφέ του μάτια.  Κι αυτή όμορφα ντυμένη, όπως την περίμενε, όπως την θυμόταν. Έφτασαν σ΄εκείνο το εστιατόριο στην ακροθαλασσιά. Κεριά, κρασί, υπέροχη μουσική. Κι ένα τεράστιο φεγγάρι. Ένας ρομαντισμός, που δεν άντεχε κανείς από τους δυό. Ανθυγιεινός κι ανούσιος ρομαντισμός. Οι άνθρωποι είναι παράξενα και περίπλοκα πλάσματα σαν χταπόδια. Σαν το χταπόδι που έτρωγαν. Οι άνθρωποι είναι πλάσματα αρκετά ευαίσθητα, μα και ενστικτώδη ώστε να εκδικηθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όποιον τα απειλεί.

Το βράδυ κύλησε με αλήθειες, χωρίς ψέμματα αυτή τη φορά εκεί στην θάλασσα με το ολόγιομο φεγγάρι.  Πρώτη και τελευταία φορά που μίλησαν τόσο ειλικρινά για τις ζωές τους, την κοινή και τις ζωές τους με τους άλλους. Έφυγαν διακριτικά και μπήκαν στο αμάξι χωρίς βασανιστικές αποστασιοποιήσεις, χωρίς ήττες των συναισθημάτων. Μόνο σωματικές αντιδράσεις και εκκρίσεις και αμοιβαίο νιώσιμο όπως ποτέ άλλοτε. Χημεία.

Μπήκε στο σπίτι, έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, κάθησε στο κρεβάτι της με τα άσπρα σεντόνια και χάιδευε με τα ακροδάχτυλα της το ποτήρι. Τότε ένιωσε την αίσθηση της απόλαυσης. Της δικής της ηδονής. Πάνω στο σώμα της, πάνω στα θέλω της.  Σχέσεις παθιασμένες, σχέσεις πολύπλοκες, σχέσεις μπερδεμένες, αυτό που πάντα χρειαζόταν.

Και μετά σιγή, ησυχία, απουσία, σιωπή, επιστροφή στον ευατό της, τον φθαρτό, τον καθημερινό, τον ανθρώπινο. Επιστροφή στις μαύρες τελείες της, που περιμένουν να ενωθούν με ευθείες γραμμές μεταξύ τους. Περιμένουν όπως κι αυτή.