Τα φορέματα

Τέσσερα φορέματα. Τέσσερις κι αυτές. Η Σάρα, η Μάρα, η Κάκια και η Τάνια. Αδελφές εξ΄αίματος. Μόνο. Τίποτ΄άλλο. Δεν είχαν κάτι κοινό πια. Μόνο τους γονείς τους. Κατά τ΄άλλα ξένες μεταξύ τους. Μικρές αντάλλαζαν φορέματα, παπούτσια, κούκλες, βιβλία. Αργότερα, όταν μεγάλωσαν αντάλλαζαν αδιαφορία, απάθεια, αποστάσεις. Μεγάλες κι εμφανείς. Οι μόνες συναντήσεις τους ήταν σε γάμους και κηδείες. Κι αυτές σπάνιες.

Η μικρότερη, η Τάνια ήταν πάντα η πιο τολμηρή. Μέχρι που τόλμησε να τις καλέσει όλες χωρίς άντρες και παιδιά για ένα Σαββατοκύριακο στο εξοχικό της στο βουνό.  Σχετικά κοντά στις ζωές και τα περιθώριά τους. Να μην βγουν πολύ εκτός πλαισίου. Για μια τελευταία συνάντηση επαναπροσέγγισης, για να σπάσει αυτό το παγούβουνο που τις χώριζε τόσα χρόνια.  Με χίλια ζόρια δέχτηκαν την πρόσκληση εκείνο τον Δεκέμβριο. Με χίλιες ελπίδες τις περίμενε η Τάνια, η αλλαφροΐσκιωτη, η τρελή, η ανώριμη,  όπως την χαρακτήριζαν συχνά στην οικογένεια του πατέρα της. Είχε πάρει και δώρα να τους χαρίσει: τρία φορέματα κι ένα δικό της, το κοντύτερο. Για να μη κρύβει τίποτα. Ούτε τα πόδια της, ούτε την τρέλα της.

Περίμενε, μα αυτές άφαντες ακόμη. Και η ανυπόμονη Τάνια δεν άντεξε. Πήρε τα κλειδιά του αμαξιού της και βγήκε στη βροχή για να τις ψάξει. Κι έτρεχε με  τ΄αμάξι στις στροφές, χωρίς δεύτερες σκέψεις. Έψαχνε τις αδελφές της γι΄αυτή την τελευταία συνάντηση. Θα έπεφτε με τα μούτρα να τις αγκαλιάσει, να τις φιλήσει, να τους πει πόσο τις αγαπά, πόσο τις έχουν λείψει και πως οι αδελφές δεν χάνονται. Κι η βροχή δυνάμωνε, όπως και η ταχύτητα της Τάνιας. Κι έπεσε με τα μούτρα πάνω στις αδελφές της, μέσα σε μια αγκαλιά από σίδερα και σάρκες, μέσα στις αιμάτινες σταγόνες.

Και τα φορέματα περίμεναν να φορεθούν περήφανα από τις τέσσερις αδελφές. Μάταια.

17692556_10154929789610590_1545530180_o

Παράθυρο με θέα

Μέσα σε τούτο το σπίτι θα υποδέχομαι τους φίλους μου, τα παιδιά μου και τους φίλους των παιδιών μου. Μέσα σε τούτο το σπίτι θα ηχούν δυνατά τα γέλια που κρύβουν οι αδύναμοι άνθρωποι. Μέσα σε τούτο το σπίτι θα πίνουμε, θα τρώμε, θα διαβάζουμε τις στιγμές εκείνες του κορμιού και της ψυχής μας, που δεν ξεχάστηκαν σ’ ένα συρτάρι σκονισμένες. Μέσα σε τούτο το σπίτι θα υπάρχει μόνο φως, τόσο όσο για σένα και για μένα. Μέσα σε τούτο το σπίτι τα παράθυρα θ’ ανοίγουν διάπλατα την αγκαλιά τους στον ήλιο κι εκεί θα βολευόμαστε, όσοι χωράμε μέσα σε τούτο το σπίτι. Και χωράμε όλοι,  όσοι στην αγάπη δεν λυγίσαμε από φόβο ή από λήθη.

Λάνια, Κύπρος 2017

Αέρηδες

Όταν φυσάει και τα φύλλα μπερδεύονται.

Όταν τα κλαδιά των δέντρων αγκαλιάζονται.

Όταν οι γεωγραφίες ταξιδεύουν.

Όταν οι μυρωδιές των ανθρώπων σμίγουν.

Όταν τα σώματα στροβιλίζονται.

Όταν οι αέρηδες ανακατεύονται. 

Κύπρος, Μάρτιος 2017

Αλέξης

Ήταν εφτά στα οκτώ όταν ανακάλυψε τη χαρά να κρύβεται στη ντουλάπα. Το μεσημέρι που οι γονείς του ξεκουράζονταν για καμιά ώρα, έτρεχε στην άσπρη ντουλάπα με τα ρούχα του. Εκεί τα μπλουζάκια και τα παντελόνια του μοσχοβολούσαν καθαριότητα, ήταν συμμετρικά διπλωμένα και τον περίμεναν να τα μετακινήσει με ευλάβεια για να πάρει αυτός τη θέση τους για λίγο μαζί με το τετράδιο και τα μολύβια του.

Έγραφε, έσβηνε, ξανάγραφε, πιπιλούσε το μολύβι βυθισμένος στις σκέψεις του, συνέχιζε τα γράφει,  έκοβε τα χαρτάκια του, τα δίπλωνε και τα΄βαζε  εν τέλει σ΄ένα παλιό, μεταλλικό κουτί ζάχαρης που του χάρισε η γιαγιά του. Μετά έκλεινε για λίγο τα πράσινα μάτια του και σιγοτραγουδούσε μια μελωδία κι όταν πια τελείωνε το τραγούδι, ξεγλυστρούσε από το καταφύγιό του κι έπαιρνε μαζί του το κουτί με τα χαρτάκια, το τετράδιο και τα μολύβια του. Αφού τοποθετούσε πίσω στη θέση τους τις μπλούζες του, άνοιγε το κουτί με τα χαρτάκια και διάλεγε τυχαία δύο ή τρία από τα διπλωμένα χαρτάκια και τα΄κρυβε ένα-ένα στα μπλουζάκια που αγαπούσε ιδιαίτερα κι έγλυφε τα δάκτυλά του με τους ξεχασμένους κόκκους ζάχαρης που ξέμειναν στο κουτί της γιαγιάς.

Όταν ερχόταν η μέρα που θα φορούσε ένα απ΄αυτά, πρώτα τραβούσε το κρυμμένο χαρτάκι, το διάβαζε και μετά φορούσε το μπλουζάκι.

-Σήμερα, αν με κοροϊδέψουν θα τους διώξω μακρυά.

-Σήμερα θα φτιάξω αυλάκια στο χώμα για να χωρέσει η βροχή.

-Σήμερα θα ζωγραφίσω πολλούς ήλιους, που θα χαμογελούν.

-Σήμερα θέλω η μαμά να μη ξεχάσει να μ΄αγκαλιάσει.

-Σήμερα θα ξυπνήσω και θα μπορώ να μιλήσω με το στόμα μου,  όχι με τα χέρια μου και όλοι θα μου λένε «Αλέξη τι ωραία φωνή έχεις» κι εγώ θα φωνάζω δυνατά και θα  τραγουδάω και οι άλλοι θα χαμογελάνε.