Λαίμαργα: το δεύτερο συλλογικό έργο της Wunderart Productions
(Λεμεσός: Εκδόσεις Ακτίς 2018)
Αντώνης Κ. Πετρίδης, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου
H Λαιμαργία (ἀδηφαγία, γαστριμαργία, μαργοσύνη ή μαργότης στα αρχαία ελληνικά, ingluvies, immense gula ή helluatio στα λατινικά) ήταν ένα από τα Επτά Θανάσιμα Αμαρτήματα της καθολικής θεολογίας. Ο Δάντης, στο έκτο Κάντο της Θείας Κωμωδίας, παρουσιάζει όσους κολάστηκαν «per la dannosa colpa de la gola» (6.53) να ζουν παγωμένοι και μουλιασμένοι στον Τρίτο Κύκλο της Κολάσεως, ανάμεσα στους Λάγνους και τους Άπληστους, ουρλιάζοντας σαν σκύλοι και τσαλαβουτώντας στο λιωμένο χιόνι κάτω από ασταμάτητη βροχή και το φάσμα του Κέρβερου. Η τιμωρία τους μπορεί να μην είναι η βαρύτερη, είναι όμως η πιο δυσάρεστη: «che, s’altra è maggio, nulla è sì spiacente» (6.48).
Πέρα από τον Δάντη, η παγκόσμια λογοτεχνία, από τη Χάνσελ και Γκρέτελ των Αδελφών Γκριμ μέχρι τον Τσιάρλι και το Εργοστάσιο Σοκολάτας του Ρόαλντ Νταλ, από τον αχόρταγο Ηρακλή της αρχαίας κωμωδίας και του σατυρικού δράματος μέχρι τον σερ Τζων Φάλσταφ του Σαίξπηρ, αξιοποίησε ποικιλοτρόπως το θέμα της λαιμαργίας. Το δεύτερο συλλογικό έργο της Wunderart Productions με τον τίτλο Λαίμαργα, υπό τη γενική επιμέλεια της Μαρίας Τζιαούρη-Χίλμερ, προσφέρει την πρώτη, όσο γνωρίζω, απόπειρα πληθυντικής, σφαιρικής προσέγγισης του θέματος στην ελληνική λογοτεχνία.
Στα Λαίμαργα συμμετέχουν δέκα συγγραφείς με ένα ή περισσότερα κείμενα ο καθένας. Στο μικρό αυτό βιβλιαράκι χωράει μια πραγματική ειδολογική πανσπερμία: συμβατικά λίγο-πολύ διηγήματα συνάπτονται με ποιήματα, πεζοποιήματα, υβρίδια στίχου και πεζού και πειραματικότερα κείμενα-ψηφίδες. Όλες οι συμβολές προέρχονται από ανθρώπους που αγγίζουν πάνω-κάτω το ηλικιακό όριο των σαράντα και έλκονται στη λογοτεχνία από ποικίλες αφετηρίες: τη μουσική, τη μουσικολογία, το θέατρο, την εκπαίδευση, την ψυχολογία. Τον σπόρο της συνεργασίας έριξε η Χίλμερ. Καθώς μού αφηγούνταν τα βιώματα που οδήγησαν στη σύλληψη της ιδέας (τη σωματική και την ψυχική ασθένεια, τη θεραπευτική διάσταση της χειροτεχνίας, κ.ά.) αναγνώριζα τα ίχνη της σε κείμενα της συλλογής πέραν των δικών της, ένδειξη ότι το βιβλίο είναι προϊόν ώσμωσης και όχι απλά συναγωγή ατομικών εμπνεύσεων. Στην αξία αυτής της συνεργατικότητας θα επανέλθω.
Η διερεύνηση της λαιμαργίας στη συλλογή είναι πολυπρισματική και συχνά εκδηλώνεται με τρόπους απροσδόκητους και προκλητικούς, που παίζουν με τα πιο παμπάλαια ταμπού του πολιτισμού, όπως η αιμομιξία, η ανθρωποφαγία και η αποφυγή του μιάσματος. Στο «Ψωμοτύρι» του ΦΩΤΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ, που εισάγει τη συλλογή (σσ. 11–14), μια μάνα υποφέρει φριχτά από καρκίνο. Η πληγή και ο αιματοπίδακας που ανοίγει, πού αλλού, στον λαιμό της προκαλούν στον γιο ένα μείγμα από αηδία, πείνα και πόθο, που προσωπικά μού θύμισε κάπως το Salò του Παζολίνι. Όταν η μάνα τελικά πεθαίνει, ο γιος, που την εκμεταλλευόταν εν ζωή κι ας είχε μαζί της σχέση εμφανώς οιδιπόδεια, τρώει χώμα από το μνήμα της. Η λαιμαργία, λοιπόν, της αρρώστιας. Η λαιμαργία επίσης για την πιο στοιχειώδη έστω επιβίωση, την οποία συμβολίζει η οξεία πείνα λίγο πριν απ᾽ τον θάνατο, η απαίτηση για το απλούστερο έδεσμα, το ψωμοτύρι. Η λαιμαργία, τέλος, των τύψεων ή της απωθημένης σεξουαλικής επιθυμίας ή του ζωώδους, αρχέγονου πένθους ή του ετεροχρονισμένου μεταβολισμού της αγάπης ή της σκληρής τάσης της ζωής να συνεχίζεται.
Η λαίμαργη νόσος, που καταβροχθίζει τη σάρκα, ενώ ειρωνικά εκείνη αδυνατεί πια να δεχτεί τροφή, επανέρχεται στο διήγημα «Στη Σοφία» της ΕΛΕΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ (σσ. 18–22). Το αφήγημα διακρίνεται από τη διαρκή αντιπαράθεση λεπτομερειών, που σχετίζονται με τις τρεις πιο λαίμαργες αισθήσεις: την όραση (η σικάτη μάνα, που απομένει παγωμένα κόκαλα)· την όσφρηση (η ανύπαρκτη οσμή του εμετού, που δεν βρωμούσε, επειδή στον οργανισμό της ετοιμοθάνατης δεν διενεργούνταν πια καμία διαδικασία πέψης)· και βεβαίως τη γεύση (το ιμάμ, που η ετοιμοθάνατη ελπίζει πως θα φάει ξανά και η γλυκιά εικόνα της μάνας και της κόρης να μοιράζονται μια στιγμή λαίμαργης αμαρτίας μπροστά από το ψυγείο κατάνυχτα.
Το θέμα της λαιμαργίας, ταυτισμένης με την ερωτική έξαρση, αποτυπώνεται στη στίξη και την τυπογραφική μορφή του κειμένου στο διήγημα αθώρητες προφητείες» της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΒΡΑΧΙΜΗ « (σσ. 15–17). Ένα ζευγάρι παραδίδεται λαίμαργα στη Στιγμή. Το φιλί που ανταλλάσσει μοιάζει με πανάρχαια κανιβαλιστική-ανιμιστική τελετουργία. Όσο το πάθος κορυφώνεται, τόσο και στο χαρτί απάνω μεγεθύνεται το μέγεθος της γραμματοσειράς—για να προσγειωθεί τέλος ανώμαλα και πάλι πίσω στο «ομαλό», όταν στο κείμενο εισάγεται το αντίδοτο του πάθους, η υπευθυνότητα («Υποκλίνομαι στα χείλη σου. Στα επίσημα και υπεύθυνα χείλη σου»). Η ιστορία της οποίας ο τίτλος ο ίδιος παραλείπει το «επίσημο» αρχικό κεφαλαίο για τον αυθορμητισμό του πεζού καταλήγει, «με τον σωρό», σε μια συμβατική τελεία.
Το ξέφτισμα της ερωτικής επιθυμίας ως επανάστασης θεματοποιείται στη βιβλική παρωδία της ΒΑΛΙΑΣ ΤΣΙΡΙΓΩΤΗ «Η μηλόπιτα» (σσ. 61–63). Ο Αδάμ και η Εύα ξανασυναντιούνται μετά από χρόνια: η προπατορική λαιμαργία για ανεξαρτησία και ζωή, φθαρμένη από τον χρόνο, την άρνηση της νενομισμένης πατροκτονίας, τον ψυχολογικό κομφορμισμό και τη γενική πεζότητα της ύπαρξης υποβιβάζεται από την υψηλή μεταφορά του Μήλου στη φτηνή κυριολεξία της «μηλόπιτας». O Αδάμ ξανατρώει το μήλο, όχι πια στον Κήπο της Εδέμ, αλλά σε ένα λαϊκό φαγάδικο στην οδό Χαρμολύπης, όχι πια κατευθείαν από το ραδινό χέρι της Εύας, αλλά με τη διαμεσολάβηση ενός κουταλιού (τη διαμεσολάβηση αιώνων κουλτούρας, θα έλεγε κανείς· δηλαδή, κατά τον Φρόυντ, αιώνων Νεύρωσης), σε μια χειρονομία που έχει ταυτόχρονα απόηχους ερωτισμού, μητρικής τρυφερότητας, αλλά κυρίως βαθιάς ειρωνείας.
Στα δύο διηγήματα της ΜΑΡΙΑΣ ΤΖΙΑΟΥΡΗ-ΧΙΛΜΕΡ, η λαιμαργία συνδέεται, στην πρώτη περίπτωση με το ακόρεστο της μνήμης, που όλο μηρυκάζει τον πόνο, στη δεύτερη με την ισχυρή αντίστιξη ανάμεσα στον αδηφάγο φόβο και στην τόλμη που σωτήρια τον καταβροχθίζει. «Το ζακετάκι» (σσ. 64–5) που μια γυναίκα έχει χάσει επιστρέφοντας από ταξίδι στο εξωτερικό γίνεται η αφορμή να θυμηθεί ένα παλιό της έρωτα: το σβήσιμο της ερωτικής λαιμαργίας εξοργίζει περισσότερο παρά πληγώνει, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι εξαφανίζεται ως ψυχικό ερέθισμα πολύ πριν εξαλειφθεί ως μυική μνήμη. Στο «Πόπαστον» (σσ. 66–71), το καμάρι της οικογένειας κάνει τους συγγενείς γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι να στραβοκαταπιούν τη λαχταριστή πορτοκαλόπιτα της γιαγιάς, αποκαλύπτοντάς τους πως είναι γκέι και συστήνοντάς τους τον ερωτικό του σύντροφο. Στο τέλος, όπως φανερώνει η παρουσία του παππού, το σώμα αναπόδραστα θα αυτοκαταστραφεί. Εσύ μπορείς, αν θες, να ζεις με τον τρόμο της ζάχαρης, την αηδία της ψαρίλας ή την ψευδή γαλήνη που παρέχουν οι σκελετοί όσο είναι στο ντουλάπι. Ή αντίθετα μπορείς, τους λέει ο νεαρός, μέχρι να έρθει η στιγμή να σηκωθείς εν τέλει απ᾽ το τραπέζι, να έχεις τσακίσει και δεύτερο κομμάτι από εκείνη τη σιροπιαστή και μυρωδάτη και πεντάγλυκη πορτοκαλόπιτα.
Η λαιμαργία του χρόνου, μα και το πείσμα της μάταιης έστω αντίστασης σε αυτόν, βρίσκεται στον πυρήνα του γλυκόπικρου «Περιμένοντας» της ΑΥΓΗΣ ΛΙΛΛΗ (σσ. 33–9). Στην ιστορία πρωταγωνιστούν δυο γέροντες: ένας μαγκούφης πρώην δρομέας, που λάτρευε τον Μπέκετ, και ο σκύλος του, τον οποίο ονόμασε παιγνιωδώς «Γκοντό» (κι όχι «κοντό», όπως τον λένε τα παιδιά της γειτονιάς!), όταν επιτέλους έφτασε, για να γεμίσει τη ζωή του. «Γεροντίστικα πράγματα» είναι το θέμα της ιστορίας, τι ο χρόνος δεν επιτρέπει πια (το τρέξιμο στον άνθρωπο, το λαίμαργο φαγητό στο σκύλο), αλλά και τι επιτρέπει ακόμη, κατ᾽ ακρίβεια δεν μπορεί να αγγίξει μέχρι τη μοιραία ώρα: τη συντροφικότητα δυο ψυχών, που ζούνε «περιμένοντας» την ώρα εκείνη, αλλά όχι χωρίς να κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους (χρησιμοποιώντας, π.χ., το slow feeding bowl, ώστε ο σκύλος να μην πεθάνει από τη λαιμαργία του!) να την καθυστερήσουν.
Η ποίηση εκπροσωπείται στη συλλογή από τέσσερις ομάδες κειμένων: τα ποιήματα, αρχικά, της Στέλλας Βοσκαρίδου και του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, και τις υβριδικές συμβολές του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΑΡΚΟΥ και της ΡΩΞΑΝΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, που συνδυάζουν ποίηση και πεζό είτε παρατακτικά (όπως στην περίπτωση του Λάρκου, που ξεκινά με δύο ιδιόμορφα ποιήματα και καταλήγει με ένα ποιητικότροπο πεζό) είτε στο εσωτερικό τους (όπως στην περίπτωση της Νικολάου, όπου τα όρια ανάμεσα στον στίχο και την αφήγηση καταρρέουν).
«Το αγόρι που είχε μπιζέλια για μυαλό» (σσ. 23–7) του ΛΑΡΚΟΥ είναι το πιο αντισυμβατικό κείμενο της συλλογής. Διαβάζοντάς το ανακάλεσα εικόνες από το υπερρεαλιστικό σινεμά. Το δεύτερο ποίημα με τίτλο «η βασική» (σσ. 28–9), ρεαλιστικό στην υφή του μέχρι τους κυριολεκτικά ανατρεπτικούς δύο τελευταίους στίχους, έχει θέμα τον χρόνο, τη μοναξιά και τη δίψα για τη φευγαλέα γυναικεία μορφή. Το ποίημα βασίζεται σε ένα μορφικό εύρημα: οι στροφές δένονται μεταξύ τους από μια τυπογραφικά διακριτή λέξη, που είναι ταυτόχρονα η τελευταία της προηγούμενης και η πρώτη της επόμενης στροφής. Το τσάι, το καθιστικό και ο έρωτας του ποιήματος «η βασική» γίνονται αφηγηματικό υλικό και στο τρίτο κείμενο του Λάρκου, το πεζογράφημα «τρύπια μάτια» (σσ. 30–2), μια ιδιότυπη, γκόθικ ιστορία ερωτικού ιλίγγου, οβιδιακής μεταμόρφωσης και κλασικού κινηματογραφικού τρόμου.
«Ο κήπος μέσα μου» της ΝΙΚΟΛΑΟΥ (σσ. 39–40) διαβάζεται μάλλον σαν στοχασμός για τη γέννηση του ποιητικού μαργαριταριού μέσα από τη σκληρή επιφάνεια των λέξεων (το σύμβολο του οστράκου) ή το απροσμέτρητο βάθος της εμπειρίας, όλως ιδιαιτέρως της γυναικείας (το σύμβολο της λίμνης). Εδώ το μοτίβο της λαιμαργίας υποβάλλεται από την εικόνα της μάνας που ετοιμάζει το κολατσιό των παιδιών, ενώ μέσα της η πείνα της έκφρασης κυοφορεί το ποίημα. Το σύμβολο της λίμνης επανέρχεται στο δεύτερο κείμενο της Νικολάου («Το άνοιγμα της βρύσης», σσ. 41–4), το οποίο εκλαμβάνω επίσης ως ποιητολογία. Εδώ πια η λίμνη συνδυάζεται όχι με την εικόνα της γαλήνης, αλλά της βίαιης ροής, του κρότου και της έκρηξης, που προκαλείται τη στιγμή που εκλύονται επιτέλους οι πεπιεσμένες δυνάμεις του χαμένου χρόνου και της εσωτερικής πάλης. Η λαιμαργία υποστασιούται ως ορμή.
Ποσοτικά τουλάχιστον, ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ απολαμβάνει τη μερίδα του λέοντος στο βιβλίο. Στη συμβολή του, που φέρει τον συνεκτικό τίτλο «Τετράδιο Αγνώστου Ποιητή» (σσ. 47–60), περιλαμβάνονται δέκα ποιήματα, στα οποία τα πολλαπλά προσωπεία της λαιμαργίας τρόπον τινά περιέχουν τις θεματικές εξερευνήσεις ολόκληρης της συλλογής: η λαιμαργία του χρόνου, που άλλοτε είναι παραγωγική ζύμωση, άλλοτε ανηλεής παρακμή («Διαδρομές οίνου / διαδρομές όνου»)· το ακόρεστο σεξουαλικό πάθος, που σε τρώει—και θες να σε τρώει—σαν τη γυναίκα-αράχνη («Το αίνιγμα της Βένους»), πανίσχυρο σαν τον αρχαίο Τιτάνα του σεισμού («Εγκέλαδος») και βασανιστικό σαν την επώδυνη, επίμονη στύση του Πριάπου («Ευχή»)· η λαιμαργία για την Ποίηση ως παραγωγή φωτός, που καταλήγει τραγικά να μην είναι παρά αντανάκλαση («Αλντεμπαράν»)· η πάλη με την έκφραση και για την έκφραση σαν πάλη με τον Κριτή, που στέκεται απόμακρος και δεν διευκολύνει τη λύτρωση της ανατολής-δημιουργίας («Κόκορας»)· η τριήμερη ταφή στην κοιλιά του βιβλικού Πόνου-Κήτους-Ποιήματος, ο πιο αναστάσιμος από όλους τους θανάτους («Κήτος»). Το σπονδυλωτό ποίημα του Παπαγεωργίου (γιατί περί ενός ποιήματος κατ᾽ ουσίαν πρόκειται) είναι μια mise an abîme υποστάσεων μέσα στις υποστάσεις της λαιμαργίας. Όμως, στην επιφάνεια προβάλλει πάνω από όλα μια μεταγλωσσική λαιμαργία για λόγο, ο λαίμαργος πόθος για άρθρωση ως ανακούφιση, που κάποτε γίνεται εξιδανικευμένη, υψηλή Ποίηση (και ο λειτουργός της Ιεραπόστολος), κάποτε δεν διαφέρει από την έκχυση σωματικών υγρών μετά από την παράδοση στα πάθη (έμετος, ούρηση, εκσπερμάτιση), και πάντοτε είναι όλα αυτά μαζί και εκ παραλλήλου («έκανα και τα τρία»): το ποίημα στο οποίο αναφέρομαι εδώ αποκαλείται χαρακτηριστικά «Δοχείο νυκτός». Το Τετράδιο Αγνώστου Ποιητή είναι σε τελευταία ανάλυση ένα σετ ποιημάτων ποιητικής, σώμα δέκα μετακειμένων, που δημοσιεύονται υπό μια αφηγηματική πρόφαση γνωστή μας ήδη από το νατουραλιστικό διήγημα—με τη διαφορά ότι εδώ το τέχνασμα «διά την αντιγραφήν» υφίσταται μια σημαινόντως πολλαπλή διάθλαση. Τα δέκα ποιήματα του Τετραδίου υποτίθεται ότι γράφτηκαν από ένα περιπλανώμενο νεαρό, ανακαλύφθηκαν στο πεταμένο του τετράδιο από μια αναλφάβητη κυρία, παραδόθηκαν στον αστυνομικό, που τα πάσαρε στη γυναίκα του, που τα δακτυλογράφησε και τα ανάρτησε στο Facebook και που τώρα τα κοινοποιεί ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής (σε ένα εισαγωγικό πεζό κείμενο) με δηλωμένο στόχο την επανασύνδεση του δημιουργού με το δημιούργημα. Πενταπλή οικειοποίηση του λόγου, που βεβαίως ισούται με πενταπλή ανοικείωση, πενταπλή αποξένωση του ποιήματος από τον ποιητή—έμβλημα της γλωσσικής μας εποχής· μιας εποχής, όπου η λαίμαργη (ανα)παραγωγή λόγου (και δη η ψηφιακή, η οποία στερείται κι εκείνη τη στοιχειώδη έστω σωματικότητα της γραφής) δεν είναι παρά δάνεια πειράματα έκφρασης «χωρίς την πολυπόθητη» δημιουργική «φωτιά» («Αλντεμπαράν»), μηχανική πράξη στην κυριολεξία. Στο ποίημα «Ευχή» θυμίζει τις φρενήρεις μηχανικές παλινδρομήσεις του χεριού στο ορθωμένο ανδρικό μόριο, που απεκδυμένες κάθε γνήσια επιθυμία κακοφορμίζουν σε βασανιστική παθολογία. Η ποίηση στην εποχή του Facebook είναι ποιητικός πριαπισμός και η πράξη της δημιουργίας αδιέξοδη σαν τον αυνανισμό υπό τα βογγητά του ζευγαριού που απολαμβάνει άγριο σεξ «στο δίπλα δωμάτιο» («Εγκέλαδος»): κενή παραδοξολογία («τελείωσα / μα μοιάζει / να μην τελείωσα»), σκέτο παιγνίδι με τους ήχους (οίνος-όνος) σαν το παιγνίδι του ποιητικού Εγώ με το γένος του ανδρικού του μορίου («τΗν παίζω», «τΟν παίζω»).
Άφησα τελευταίο το ποίημα «Λαίμαργα» της ΣΤΕΛΛΑΣ ΒΟΣΚΑΡΙΔΟΥ (σσ. 45–6), ένα ποίημα για τη λαίμαργη κατάποση των λέξεων, όχι μόνο διότι ο τίτλος του ονομάζει το βιβλίο εν γένει, αλλά διότι καμία φιλολογική ανάλυση δεν θα δικαίωνε όσο μια υποφερτή, ελπίζω, απαγγελία την εντυπωσιακή συναισθησία των εικόνων, τον αχόρταγο τρόπο με τον οποίο η ποιήτρια αποτυπώνει στο επίπεδο του σχεδόν προγλωσσικού ήχου τη θεματολογία της συλλογής, παίζοντας με την παρήχηση και τη συνήχηση, τους «σκληρούς» (συριστικούς και ουρανικούς) και τους «μαλακούς» (υγρούς και χειλικούς) ήχους και τόσα άλλα. Το διαβάζω απλά λοιπόν:
Νύχτα που είναι
θα κάτσω να φάω
τις σκληρές μου λέξεις
τα μαλακά τους σημεία
τα μικρά τους φτερά
τα πελώρια αγκάθια
τις ζωηρές τους ουρές και όλα
τα σημεία στίξης και όλα ανεξαιρέτως
τα σημεία τήξης τα
μελαμψά περιστέρια τους και τα ύψη
των περιστάσεών τους
τις μυτερές μου λέξεις
και τις καμπύλες που πέταξαν
μυτερά κλωνιά
με τη ρώσσικη στέπα τους
με τα δέλτα των Νείλων τους και
των ώριμων φρούτων την ανεξίτηλη
ορθογραφία
με τους ξένους φθόγγους της ζωής
και τις αποτζιατούρες του θανάτου
τις τυφλές μου λέξεις με το μάτι
πότε του Κύκλωπα και πότε
του κυκλώνα
με το έλκος του Λόρκα στη λήγουσα
και τη χρωματιστή τους
διάρκεια φορτωμένη με
χαίρε ύψος δυσανάβατον χαίρε
βάθος δυσθεώρητον τις παγωμένες μου λέξεις
μα πού
να γυρνάω τέτοια ώρα και μάτια και λόγια
ποιανού να ζητώ
νύχτα που είναι
θα κάτσω να φάω
τις σκληρές μου λέξεις
και ποιου να γυρεύω τα χέρια και
την ανεξίκακη
θερμοκρασία
ποιανού να ζητώ
νύχτα που είναι
λαίμαργα
θα κάτσω να φάω
τις σκληρές
σκληρές μου λέξεις τα
απόκοσμα
παξιμάδια.
***
Θα κλείσω με ένα σχόλιο γραμματολογικού χαρακτήρα. Πέρα από την όποια προσωπική αξία των συγγραφέων και των κειμένων τους, που κάθε άλλο παρά είναι αμελητέα, αυτό που θεωρώ ιστορικά σημαντικό στο συγκεκριμένο πρότζεκτ είναι το συνεργατικόν του πράγματος. Η πολιτιστική ακμή δεν απαιτεί τόσο λαμπρές μονάδες, όσο συμπύκνωση του ταλέντου μέσα από συνέργειες και ίσως υπό την ομπρέλα θεσμών. Στην Κύπρο παρατηρείται ολοένα αυξανόμενη τέτοια συμπύκνωση, καθώς δημιουργοί ομαδοποιούνται, με στόχο όχι απλώς την κοινωνική γνωριμία, τον συνδικαλισμό, το ενδογαμικό «αλληλοσιουμάλισμα» ή ό,τι άλλο, αλλά πρωτίστως τη διαπίδυση του ταλέντου, τη συμπαραγωγή, αυτό που θα αποκαλούσαμε, δανειζόμενοι τον όρο από τη φυτολογία, καλλιτεχνική επικονίαση. Μπορούμε να αναφέρουμε εδώ ως χαρακτηριστικές περιπτώσεις—με τις απολογίες μας, αν κάποιος μας διαφεύγει—το Σαρδάμ, τον Μίτο, τις Διαβάσεις, πρωτοβουλίες όπως ο Άρτος ή το Βιβλιοτρόπιο, πολύμηνα, φιλόδοξα πρότζεκτ όπως η Σεζόν Γυναίκες και οι Wunderart Productions, που τώρα μας δίνουν τα Λαίμαργα.
Όσοι με ξέρουν, γνωρίζουν πως η αισιοδοξία δεν είναι στη φύση μου, επομένως έχω συναίσθηση όσων θα πω (και έχω ξαναπεί): κάτι καλό τεκταίνεται στα κυπριακά γράμματα την τελευταία δεκαετία, χωρίς πια κατανάγκην την πατρωνεία της κρατικής επιχορήγησης, την καταδυνάστευση αυτοδικαιωτικών μύθων ή την υποχρεωτική σχεδόν κυπροκεντρικότητα των αφηγημάτων, που κρατούσαν την κυπριακή λογοτεχνία, ή ένα μεγάλο τμήμα της τουλάχιστον, περιφερειακή.