Μήνας: Δεκέμβριος 2020
450 λέξεις στον Φιλελεύθερο της Κυριακής

Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Μιχάλη Γκάνα
Κάθεται μόνος
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
Κανείς δέ θά’ ρθει καί τό ξέρει,
κλεῖσαν οἱ δρόμοι ἀπό το χιόνι, σάν πέρυσι,
σαν πρόπερσι, Χριστούγεννα καί πάλι
καί τά ποτά κρυώνουν στό ντουλάπι.
Τό τσίπουρο στυφό, τό οὖζο γάλα καί τό κρασί ραγίζει τά μπουκάλια.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη.
Κάθεται μόνος του δίπλα στο τζάκι,
Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δέ μιλάει.
Στήν τηλεόραση χιονίζει,
Τό στρώνει ἀργά στό πάτωμα καί στό τραπέζι
καί στίς παλιές φωτογραφίες,
γνώριμα μάτια τῶν νεκρῶν,
πού τόν κοιτάζουν ἀπ’ τό μέλλον.
Ἐκείνη τρία χρόνια πεθαμένη
Καί μόνο τό δικό της βλέμμα
ἔρχεται ἀπό τά περασμένα.
Κοντεύουνε μεσάνυχτα
καί καθαρίζει τ’ ὅπλο του ἀπ’ το πρωί.
Πῶς νά τοῦ πῶ «Καλά Χριστούγεννα»,
Εὐχές δέ φθάνουν ὣς ἐδῶ,
Δρόμοι κλεισμένοι, τηλέφωνα κομμένα,
ἡ σκέψη ἁρπάζεται ἀπ’ τό κλαδί τῆς μνήμης,
μά νά τρυπώσει δέν μπορεῖ στή μοναξιά του.
Μιά μοναξιά πού χτίστηκε σιγά σιγά
μ’ ὅλα τά ὑλικά καί δίχως λόγια.
Κοντεύουν ξημερώματα κι ἀκόμη
Γυαλίζει τ’ ὅπλο του δίπλα στο τζάκι
μέ ἀργές κινήσεις σά νά τό χαϊδεύει.
Μένει στά δάχτυλα τό λάδι
ἀλλά τό χάδι χάνεται.
Θυμᾶται κυνηγετικές σκηνές
μέ ἀγριογούρουνα καί χιόνια ματωμένα,
πρίν γίνει θήραμα κι ὁ ίδιος
στήν μπούκα ἑνός κρυμμένου κυνηγοῦ,
πού τόν παραμονεύει ἀθέατος
ἀφήνοντας νά τόν προδίδουν κάθε τόσο
πότε μιά λάμψη κάνης,
πότε μιά κίνηση στίς κουμαριές
κι ἡ μυρωδιά ἀπ’ τό βαρύ καπνό του.
Ξέρει καλά ὅτι κρατάει
μακρύκανο παλιό μπροστογεμές
γεμάτο σκάγια καί μπαρούτι μαῦρο.
Ὅταν ἀποφασίσει νά τοῦ ρίξει
δέ θά προλάβει πάλι νά τόν δεῖ
πίσω ἀπ’ τό σύννεφο τῆς ντουφεκιᾶς του.
Ἂν σκέφτεται στ’ ἀλήθεια κάτι τέτοια,
καί δέν τόν τιμωρῶ ἐγώ μ’ αυτές τίς σκέψεις,
πῶς νά πλαγιάσει καί νά κοιμηθεῖ.
Λέω νά γίνω πατέρας τοῦ πατέρα μου,
ἕνας πατέρας πού τοῦ ἒτυχε
σιωπηλό καί δύστροπο παιδί,
καί νά τοῦ πῶ μιά ἱστορία
γιά νά τόν πάρει ὁ ὓπνος.
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά πάρε καί τόν πατέρα…
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε καί τόν πατέρα• ἀπ’ τίς μασχάλες πιάσ’ τονε
σά νά’ ταν λαβωμένος. Ὅπου πηγαίνεις τά παιδιά
ἐκεῖ περπάτησέ τον, μέ τό βαρύ ἀμπέχωνο
στίς πλάτες του ν’ ἀχνίζει.
Δῶσ’ του κι ἕνα καλό σκυλί
καί τούς παλιούς του φίλους, καί ρίξε χιόνι ὓστερα
ἄσπρο σάν κάθε χρόνο. Νά βγαίνει ἡ μάνα νά κοιτᾶ
ἀπό τό παραθύρι, τήν ἔγνοια της νά βλέπουμε
στά γαλανά της μάτια, κι ὅλοι νά τῆς τό κρύβουμε
πώς εἶναι πεθαμένη.
Ὕπνε πού παίρνεις τά παιδιά
πάρε κι ἐμᾶς μαζί σου, μέ τούς ἀνήλικους γονεῖς,
παιδάκια τῶν παιδιῶν μας. Σέ στρωματσάδα ρίξε μας
μιά νύχτα τοῦ χειμώνα, πίσω ἀπ’ τά ματοτσίνορα
ν’ ακοῦμε τούς μεγάλους, νά βήχουν, να σωπαίνουνε,
νά βλαστημοῦν τό χιόνι. Κι ἐμεῖς νά τούς λυπόμαστε
πού γίνανε μεγάλοι καί νά βιαζόμαστε πολύ
νά μοιάσουμε σ’ εκείνους, νά δοῦν πώς μεγαλώσαμε
νά παρηγορηθοῦνε.
[Το ποίημα προέρχεται από τη συλλογή Γυάλινα Γιάννενα. ]
Γέρασα, αγάπη μου
Δρόσισα λίγο το πρόσωπό μου με κρύο νερό. Είναι έξι το πρωί κι έξω είναι ακόμη σκοτάδι. Κοιτάω τον εαυτό μου στον καθρέφτη πάνω από τον νιπτήρα. «Χρόνια σου πολλά. Σήμερα θα βγω και θα πάω στο βουνό μας. Αν καταφέρω να το ανέβω, θα καθίσω στην καντίνα και θα πιώ μια μπύρα στην υγεία σου». Κοιτάω τις γκρίζες τρίχες στα μαλλιά μου. «Τα άφησα ν΄ ασπρίσουν. Όπως σου αρέσουν».
Δέκα, έντεκα, δώδεκα, είκοσι. Μετράω τα τελευταία μου βήματα. Η ανηφόρα με κουράζει. «Έλα Μάρθα μου, σχεδόν φτάσαμε. Τα καταφέρνεις μια χαρά. Ξέρεις πόσο καλό μας κάνει η πεζοπορία». Αυτά μου έλεγες κι εγώ σου γκρίνιαζα, σταματούσα αρκετές φορές για να θαυμάσω δήθεν την φυλλωσιά του δέντρου ή τον κορμό ενός άλλου ή τα άγρια μανιτάρια ή τέλος πάντων να ξαποστάσω γιατί δεν μπορούσα τους δικούς σου γρήγορους ρυθμούς. Ακόμη λίγο νομίζω και φτάνω. Όπου να ΄ναι θα δω την καντίνα. Ο ήλιος εδώ ψηλά με τυφλώνει, καθώς ψάχνω να δω στο βάθος αν πλησιάζει το τέλος του γολγοθά μου. Βγάζω το παγούρι από το σακίδιο στην πλάτη μου και ρίχνω λίγο νερό στο μέτωπο μου να δροσιστώ.
«Δεν κάνω ρε παιδί μου για τέτοια σπορ εγώ. Κουράζομαι δεν το βλέπεις. Σαν γριά γυναίκα νιώθω κάθε φορά που με τραβάς σ΄ αυτές τις πεζοπορίες. Ασθμαίνω, θέλω να ξαποστάσω εδώ και κει, κουράζομαι», σου επαναλάμβανα διαρκώς σε κάθε μας εξόρμηση. «Έλα γλυκιά μου, σαράντα χρονών κορίτσι, στο άνθος σου είσαι λουλούδι μου. Μη λες για γεράματα και ανοησίες. Έχουμε όλη τη ζωή μπροστά μας ακόμη» συνέχιζες για να με γλυκάνεις να φτάσουμε επιτέλους στο τέρμα.
Στέκομαι στην ουρά της καντίνας για να πάρω τις μπύρες. Είναι πολύς ο κόσμος σήμερα εδώ, γιατί η μέρα είναι ωραία για πεζοπορία, ορειβασία και όλες αυτές τις εκδρομές που κάνουν οι ευτυχισμένοι άνθρωποι. Σε βλέπω δίπλα μου να χαμογελάς με το σκουφί στο χέρι σου έτοιμος να παραγγείλεις τις μπύρες και τα μπρέτζελ*. «Θα παραγγείλετε; Τι περιμένετε;» με ρωτάει ο υπάλληλος της καντίνας, ενώ ο κόσμος πίσω μου αρχίζει να δυσανασχετεί μαζί μου. Δεν απαντώ, γιατί περιμένω να παραγγείλεις εσύ, όπως κάθε φορά που ερχόμασταν εδώ. Δεν λες τίποτα όμως, παρόλο που σε βλέπω ολοζώντανο δίπλα μου. Δεν μιλάς. Ξέρω, έχεις πεθάνει εδώ και πέντε χρόνια. «Δύο μικρά ποτήρια μπύρας draft και ένα μεγάλο μπρέτζελ», λέω μετά από μια χρονοκαθυστέρηση.
Κρατάω τις μπύρες στα χέρια μου και ψάχνω άδειο τραπεζάκι για να καθίσω. Κοιτάζω δειλά δεξιά και αριστερά παρέες από νεαρούς μέχρι ηλικιωμένους να κάθονται, γελάνε, τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους, τα μικρά παιδιά παίζουν ανέμελα εδώ και κει. Βλέπω ένα ελεύθερο τραπεζάκι σε μια γωνιά. Αφήνω τις μπύρες, βγάζω το σκουφί μου και κάθομαι. Φτιάχνω με τα χέρια λίγο τα μαλλιά και κάποιες άσπρες τρίχες μένουν στα δάχτυλά μου. «Γέρασα αγάπη μου. Αλλά σήμερα κατάφερα κι ανέβηκα το βουνό μας. Αντέχω ακόμη. Χρόνια σου πολλά! Σήμερα θα γινόσουν σαρανταοκτώ χρονών. Prost!*». Τσουγκρίζω την μπύρα μου με τη δική σου και σκέφτομαι τον χρόνο που κυλά αλύπητα, τις γιορτές που δεν μοιάζουν πια με γιορτές, τις πεζοπορίες που δεν θα κάνουμε, σκέφτομαι τους ανθρώπους που δεν είναι πια εδώ.
μπρέτζελ: γερμανικό αρτοσκεύασμα
Prost: (γερμ.) στην υγειά σου
Δέκα προτεινόμενα βιβλία για τις γιορτές
Το «Γραμμή ανάμεσα μας» ένα από αυτά.
Τα 10 καλύτερα βιβλία της ελληνικής λογοτεχνίας για τις γιορτές
Κάποια στιγμή
Κάποια στιγμή θα σταμάταμε να κοιτάμε τους δείκτες τους ρολογιού: πότε θα γυρίσει πίσω, πότε θα κτυπήσει το τηλέφωνο, πότε θα ακούσω πάλι τη φωνή εκείνης ή εκείνου. Κάποια στιγμή θ΄αποχωριστούμε όλες αυτές τις λέξεις που μας ένωναν. Κάποια στιγμή θα κουραστούμε.
Μόνο εγώ δεν εννοώ ν΄αποχωριστώ εκείνον τον χρόνο, που ήσουν αφιερωμένος σ΄ όλα όσα νομίζα πως δεν ήταν απλά μια τυχαία συνέρευση στις κουρασμένες ζωές μας.
Υπόγειος κόσμος
– Σου αρέσει να γράφεις; με ρώτησε όταν με είδε με την άκρη του ματιού του να κοιτάζω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη στο υπόγειο.
– Δεν γράφω, του απάντησα ντροπαλά και ξαφνιασμένα.
– Έτσι λες, αλλά εγώ ξέρω πως γράφεις. Γι΄ αυτό κοιτάς τα βιβλία έτσι. Πάρε αυτό εδώ το βιβλίο με Γερμανούς ποιητές. Στο δωρίζω. Το είχα αγοράσει όταν ήμουν ακόμη φοιτητής στην Χαϊδελβέργη. Πρέπει να έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε.
Λίγο μετά που γέννησα την κόρη μου, είχαμε μετακομίσει στα πεθερικά μου που ζούσαν σ΄ ένα προάστιο της Βαυαρίας. Το σπίτι τους ήταν μεγάλο με αυλή, διώροφο, με πολύ λιγότερα σκαλοπάτια από κείνα που έπρεπε καθημερινά να ανεβοκατεβαίνω για να μπω στο μικρό διαμέρισμα που νοικιάζαμε στον τέταρτο όροφο χωρίς ασανσέρ. Και με το παιδί όλα έγιναν λίγο πιο δύσκολα: τα σκαλοπάτια, οι λογαριασμοί στο σπίτι, το κλείσιμο στους τέσσερις τοίχους των πενήντα τετραγωνικών χωρίς μπαλκόνι όταν ο χειμώνας διαρκούσε μέχρι τον Απρίλιο.
Την πρώτη φορά που κατέβηκα στο υπόγειο του πατρικού του άντρα μου, που τώρα το σπίτι τούτο στέγαζε και μας, μου έκανε εντύπωση το δάπεδο, το γήινο χρώμα στα κεραμικά που έβγαζε μια ζεστασιά καθόλου οικεία με τους ενοίκους του σπιτιού. Προχώρησα προς το γραφείο του, όπου αναδυόταν ένας κόσμος παλιός, μα καθόλου μουχλιασμένος. Ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλιοθήκες, το γραφείο του, μια μαύρη πολυθρόνα και ένα vintage πικάπ. Ο Κρίστοφ, ο πεθερός μου, καθόταν σκυφτός πάνω από τα ανοιγμένα αρχιτεκτονικά σχέδια στο γραφείο, που τα φώτιζε μια πράσινη λάμπα αγορασμένη σίγουρα από ένα παλαιοπωλείο όπως και τα περισσότερα αντικείμενα σ΄ εκείνο το σπίτι. Το κάθε μικρό ή μεγαλύτερο αντικείμενο ήταν ένα ξεχωριστό κομμάτι μιας ζωής δύσκολης, ενός παρελθόντος που οι μνήμες του είχαν καρφωθεί γερά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Κάπνιζε και κοιτούσε τα δικά του σχέδια κρατώντας στο άλλο χέρι ένα καλοξυσμένο μολύβι. Τον καλησπέρισα, μα απάντηση δεν πήρα. Τότε άρχισα διακριτικά να παρατηρώ και να ψηλαφίζω τα βιβλία.
Θυμάμαι ακόμη τις διερευνητικές ματιές που μου έριχνε, όταν οι επισκέψεις μου εκεί έγιναν συχνότερες μόλις το παιδί κοιμόταν. Φοβόμουν μήπως τον ενοχλούσε η παρουσία μου στον δικό του υπόγειο κόσμο, όταν με έπαιρνε χαμπάρι. Με κοίταζε, μα δεν μου μιλούσε, παρά μόνο βυθιζόταν στις γραμμές, τους χάρακες και τα μεγάλα χαρτιά στο οπτικό του πεδίο. Ο Κρίστοφ, μετά την πτώση του Τείχους στο Βερολίνο, υπήρξε ένας από τους αρχιτέκτονες που έδωσαν ξανά ζωή σε κτίρια κατεστραμμένα, έκτισε την πλατεία Postdamer, την Gemäldegalerie, μουσεία και θέατρα ανασταίνοντας την πόλη από τα συντρίμμια ενός πολέμου που καθόρισε τις ζωές μας. Ποτέ δεν μιλούσε με στόμφο για το έργο του, αλλά συνέχιζε να σχεδιάζει, ακόμη κι όταν πια ο όγκος στο κεφάλι τον ανάγκασε να μείνει στο σπίτι, εγκαταλείποντας πρακτικά ό,τι αγάπησε πιο πολύ στη ζωή του: την αρχιτεκτονική.
Ένα βράδυ, καθισμένη στην μαύρη πολυθρόνα ξεφύλλιζα κάποιο σκλήροδετο τόμο με έργα του κι ένιωσα μια σκιά πάνω από τον ώμο μου. «Ας το αυτό, δεν είναι τόσο σημαντικό. Θα σου διαβάσω κάτι άλλο», μου είπε με ήρεμη φωνή. «Έχουμε φθαρεί από τις εύκολες απολαύσεις όπως όλοι οι ερασιτέχνες, και το όνειρό μας είναι να γίνουμε πρωταθλητές. Όμως πώς θα ήταν αν περιφρονούσαμε τις επιτυχίες μας; Αν αρχίζαμε από την αρχή να μαθαίνουμε τον μόχθο που απαιτεί η αγάπη και που μας αναλογεί; Αν αποφασίζαμε να γίνουμε αρχάριοι τώρα που αλλάζουν τόσα πολλά;». Ακολούθησαν κάποια λεπτά σιωπής. «Ράινε Μαρία Ρίλκε, από το βιβλίο του Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» είπε στη συνέχεια χαμηλόφωνα. «Αγαπητή Μπετίνα, να μελετάς πολύ τους συγγραφείς, τους κλασικούς και να γράφεις. Να γράφεις, να σκίζεις τις οκτώ στις δέκα κόλλες, να συνεχίσεις όμως να γράφεις. Μα πιο πολύ να διαβάζεις αδιάκοπα», μου είπε ο Κρίστοφ και κάθισε πάλι στο γραφείο του, άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε κάθε βράδυ.
Οι επισκέψεις μου στο υπόγειο πύκνωναν και οι κουβέντες μεταξύ μας μαλάκωσαν με τον χρόνο. Άλλοτε μιλούσαμε σαν δύο παλιοί φίλοι, άλλοτε σαν πατέρας στην κόρη του, άλλοτε μοιραζόμασταν τις σιωπές μας. Άκουγα τα λόγια του χωρίς να βγάζω άχνα σαν να είχα μπει σε κάποια χώρα των θαυμάτων στα κρυφά και δεν ήθελα να φύγω με τίποτα. Πολλές φορές, όταν ξενυχτούσα εκεί τον παρατηρούσα ν΄ αφήνει τα γυαλιά του στο γραφείο, δίπλα στο καλοξυσμένο μολύβι κι ύστερα μ΄ένα ψηλάφισμα στον τοίχο και με αργό σύρσιμο των ποδιών του στο δάπεδο και το κεφάλι του γεμάτο οριζόντιες και κάθετες γραμμές, λέξεις και εικόνες έμοιαζε σαν να έβγαινε από μια σήραγγα βηματίζοντας προς μια άλλη προοπτική ξένη προς αυτόν.
Το τελευταίο του βράδυ πριν πεθάνει καθόμασταν στο υπόγειο με τις ώρες. Τίποτα δεν προμήνυε το φευγιό του. Κάποια στιγμή με φώναξε στο γραφείο κι άρχισε να διαβάζει με τον μεγεθυντικό του φακό: «Αλλά τώρα που αλλάζουν τόσο πολλά, δεν ήρθε η σειρά μας να αλλάξουμε κι εμείς; Δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να εξελιχθούμε λιγάκι και σιγά σιγά να αρχίσουμε να μοχθούμε επωμιζόμενοι το μερίδιό μας στην αγάπη;» Έκλεισε το βιβλίο και με κοίταξε επίμονα στα μάτια: «Αγαπητή Μπετίνα, θέλω μια χάρη: όταν δεν θα είμαι πια εδώ, θα ήθελα να κρατήσεις φωτεινό αυτό το υπόγειο. Το αγαπάς όσο κι εγώ».
Το ίδιο βράδυ ο Κρίστοφ πέθανε στον ύπνο του. Εκεί στο υπόγειο. Με το κεφάλι γυρτό πάνω στα σχέδια του, δίπλα στο καλοξυσμένο του μολύβι με την πράσινη λάμπα αναμμένη.
Ultrasound
Υπέρηχος
ήχος
ακούς;
*
Ο κόμπος στον λαιμό μου
πριν ακριβώς έναν χρόνο
καρκινικοί όζοι
ένας, δύο, τρεις
κατάπινα τις λέξεις μου και γίνανε κουβάρια.
Δεν αναπνέω.
*
Το βλέπεις στον υπέρηχο;
Χτυπά η καρδιά του;
Ακούς;
Υπέροχα!
Απόψε θα κοιμηθώ μαζί σου δίχως κόμπο
Αναπνέω
Allein sein
