Εις γην εναλίαν Κύπρον

Σήμερα, τελευταία ημέρα του Σεπτέμβρη, επέστρεψα στις ρίζες μου. Στην γη που γεννήθηκαν οι γονείς μου, μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, ξεκίνησαν τον έγγαμό τους βίο, έκαναν τρία παιδιά, ξεσπιτώθηκαν εξαιτίας της τουρκικής εισβολής και συνέχισαν την ζωή τους με τον πόνο της απώλειας στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.

Σήμερα με ανάμεικτα συναισθήματα επισκέφτηκα το Τρικωμο, το Μπογάζι, τον Άγιο Φίλωνα και την Αφέντρικα. Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει το 1974 και η φύση σε μια απερίγραπτη ομορφιά ντύνει τις πιο πάνω περιοχές. Ο κόσμος φαίνεται φτωχός μα τυχερός να ζει σε τόπους που δεν τους άγγιξε η ανθρώπινη υλιστική μανία της τουριστικής βιομηχανίας.

Σήμερα για πρώτη φορά στη ζωή μου θα διανυχτερεύσω στα χώματα που γεννήθηκα επιστρέφοντας σαρανταπέντε χρόνια πίσω. Θ’ αφήσω τους εφιάλτες πίσω μου, ακούγοντας τον Σεφέρη και θα ονειρευτώ με συνοδεία τα κύμματα της θάλασσας μια άλλη Κύπρο, ενωμένη και ακέραιη στο πέλαγος.

Στον ύπνο μου

Τον είδα πάλι στον ύπνο μου. Ψες και προψές τον είδα πάλι στον ύπνο. Έρχεται συχνά στον ύπνο μου. Πάλι και πάλι. Τον ρώτησα θαρρώ, γιατί έρχεσαι στον ύπνο μου, μην έρχεσαι στον ύπνο μου πάλι και πάλι, όχι στον ύπνο μου, να έρχεσαι στον ξύπνιο μου. Μην έρχεσαι μάτια μου. Κοιμάμαι. Τα μάτια μου κλείνουν και συ έρχεσαι πάλι και πάλι.

Και εκείνος μου ψιθύρισε πως οι έρωτες που δεν πρόλαβαν να ιδρώσουν πάντα ξανασυναντιόνται.

 

 

Λιωμένο κερί

Αναμμένα κεριά

ξόρκια του θανάτου,

ελπίδες του πόνου,

παυσίπονα της οργής.

Το ένα έγινε πολλά, μα τα πολλά

πάλι θα λιώσουν.

Όπως οι σάρκες μας θα εξανεμιστούν

και τα οστά ανάμνηση της ζωής

όσων από τύχη φώτισαν

τις ζωές άλλων στο πέρασμά τους.

Κύπρος, Σεπτέμβριος 2018

Ζακ

Πόσο ακριβά πλήρωσε αυτός ο άνθρωπος τη διαφορετικότητά του; Πόσο σκατόψυχοί γίναμε σε μια γκρίζα κοινωνία που σκοτώνει ανελέητα τους αδύναμους πολίτες της; Πόση χολή μαζεύτηκε στις φλέβες εκείνων που ξερνάνε καθημερινά ρατσισμό, εκείνων που κακοποιούν και δολοφονούν όσους αρνούνται τον καθωσπρεπισμό μιας συντηρητικής νοοτροπίας;

Πως μπορούμε ν΄αντικρίζουμε άλαλοι τη δολοφονία ενός πονεμένου ανθρώπου σε μια πλατεία που λέγεται ΟΜΟΝΟΙΑ; Πως γίνεται στην ίδια πλατεία το κακό κι ο θάνατος να έχει γίνει σε μέγιστο βαθμό αποδεκτό; Πως συνηθίσαμε τόσο μίσος στο πετσί μας ώστε να κλωτσάμε μέχρι θανάτου εκείνους που με χαίνουσες πλήγες ζούνε ανάμεσα σε θυμωμένα κτήνη;

Πως μπορούμε να κοιμόμαστε χωρίς εφιάλτες μετά τον θάνατο του Ζακ και κάθε Ζακ;

 

Ραμμένες λέξεις

Κρύβω τις λέξεις πίσω απ΄τα χείλη

τις στριμώχνω βαθιά στο λαρύγγι

κι εκεί προσδοκώ να καθίσουν ήσυχες, άλαλες, άηχες.

Κι αν ξεγύγει καμιά, την καταπίνω πριν προλάβει το φευγιό.

Ράβω τα χείλη μου μπρος- πίσω, πίσω-μπρος

σταυροβελονιές, τεθλασμένες γραμμές.

Τα ράβω σφικτά, το στόμα μου ένας κόκκινος κόμπος.

Κι οι άρρητες λέξεις  πίσω απ΄τις ραφές,

ίσως ιδρώνουν από κόπο,

ίσως πάλι σωπαίνουν από φόβο.

Κι όμως  κάποιες σιωπές γεννήθηκαν για ν΄ανακουφίζουν.

 

Μπακλαβάς

Έφτιαξα έναν μπακλαβά και μυρίζει όλο το σπίτι ζάχαρη, μυρίζει το σπίτι μέλι. Έκλεισα τα παράθυρα για να κρατήσω την μυρωδιά όλη μέσα στους παγωμένους τοίχους και τις κλειστές μου πόρτες. Να κρατήσω όλο το σιρόπι εδώ που μήνες στάζει η πίκρα της απώλειας, που στάζει και το φαρμάκι. Κάθε σταγόνα να ρουφώ, να γλείφω τα δάχτυλά μου, να λιγοστεύει ο πόνος σε κάθε κόκκο ζάχαρη στα θρύψαλα του φύλλου.

Έφτιαξα έναν μπακλαβά, φοράω τα καλά μου και ας τρέχουνε τα δάκρυα απ’ τα μελιά μου μάτια.

Aγέρι

Τ’ αγέρι όταν φυσάει μιλάει στις λεύκες.

Τα γύρω φύλλα ακούνε σιωπηλά

τις πρώτες τρίλλιες των πουλιών σε μια αρμονία ήχων.

Και τα νερά που τρέχουν στο αυλάκι

γλείφουν τις πέτρες σε αέναη φορά.

Γυρεύει λόγια για να πει

Μάταιος ο κόπος.

Γυρεύει βλέμμα για να βρει

Ηρεμία θανάτου.

Μόνο τ’ αγέρι σαν αδράχτι να γυρίζει

και να υφαίνει τα κουβάρια της σιωπής.