Την συνάντησε στην κηδεία της αδελφικής του φίλης, της Ζωής. Ήταν συμφοιτήτριά τους στα μέσα της δεκαετίας του 80’ στο Νομικό της Αθήνας. Είχε να την δει πολλά χρόνια. Την θυμάται να συχνάζει στα ίδια μπαρ με τη Ζωή. Η Δέσποινα, Θεσσαλονικία στην καταγωγή, ήταν ψηλή με κοντά καρέ μαλλιά και πράσινα μάτια. Όμορφη, απόμακρα γοητευτική. Δεν ήταν για τα δόντια του. Για τον Μάριο έμοιαζε με απόρθητο κάστρο. Όταν τελείωσαν τις σπουδές εκείνη είχε φύγει για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, μετά υποτροφία στην Αμερική, όπου έζησε και δούλεψε αρκετά χρόνια στο Διπλωματικό Σώμα της Ελληνικής Πρεσβείας. Τα τελευταία χρόνια είχε ακούσει ότι επέστρεψε στην Ευρώπη. Η Ζωή κράτησε επαφή μαζί της μέχρι που ήρθε η αρρώστια και χαθήκανε. Τους τελευταίους μήνες είχε κλειστεί εντελώς στον ευατό της και τους τέσσερις τοίχους του δωματίου της . Μόνο ο Μάριος επέμενε να την βλέπει ως το τέλος. Είχε γίνει πια πετσί και κόκκαλο μέχρι που η καρδιά της δεν άντεξε.
Ήταν Ιούλιος κι ο ήλιος έκαιγε. Μέρα γεμάτη υγρασία και ιδρώτα, που απλωνόταν στα φύλλα των δέντρων και τα πρόσωπα των ανθρώπων. Όταν τελείωσε η κηδεία και οι λίγοι μαυροφορεμένοι συγγενείς και φίλοι αποχωρούσαν προς το γειτονικό καφεστιατόριο, ο Μάριος κρατούσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι, κοιτούσε τον τάφο κι έκλαιγε. Ο ιδρώτας του έγινε ένα με τα δάκρυα που έσταζαν αργά και λυπημένα στο νωπό χώμα. Η Δέσποινα, λίγα μέτρα μακρυά του, τον πλησίασε μ΄ένα μπουκαλάκι νερό. «Πιες λίγο», του ψιθύρισε στ΄αυτί. Εκείνος της ζήτησε τσιγάρο. Καπνίσανε μαζί κι έπειτα μπήκανε στο αμάξι της. Οδήγησε εκείνη στην επιστροφή. Τον πήγε στο παραλιακό ξενοδοχείο που έμενε στη Βουλιαγμένη. Ανεβήκανε στο δωμάτιό της. Χωρίς να βγάλει την φούστα, έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα μουσκεμένα σκέλια της. Εκείνη τον έγδυσε και τον έκανε να ξεχαστεί.
Ο Μάριος έμενε στο Φάληρο. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια δούλευε σε μια ναυτιλιακή εταιρεία. Χωρίς φιλοδοξίες και όρεξη. Καθημερινά η ίδια ιστορία: δουλειά, σπίτι, λίγες κουβέντες με τις έφηβες κόρες του, λιγότερες με την Φρόσω, την επί δεκαοκτώ χρόνια σύζυγό του. Εκείνη ήταν Φυσικός σε ιδιωτικό σχολείο των νοτίων προαστίων, κάθε απόγευμα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα και τα βράδια κλεινόταν στο γραφείο της για προετοιμασίες και διορθώματα. Όταν ο Μάριος επέστρεφε από τη δουλειά, οι πόρτες των δωματίων ήταν τις περισότερες φορές κλειστές, οι τοίχοι βουβοί και η κουζίνα κρύα, χειμώνα-καλοκαίρι. Οι κατσαρόλες άδειες, τα κουτάλια στη θέση τους κι αυτός παρήγγελνε συχνά φαγητό απ΄έξω. Έπειτα κατευθυνόταν στο ψυγείο, άνοιγε μια παγωμένη μπύρα και έπινε από το μπουκάλι.
Δεν έβγαινε συχνά. Κι αν το έκανε πήγαινε στη Ζωή που ζούσε στη Καλλιθέα μόνη μετά που πέθανε ο άντρας της. Ήταν η μοναδική γυναίκα ίσως που άκουγε τις σιωπές του από τον καιρό του Πανεπιστημίου και μοιραζόταν τον φθαρμένο καναπέ του σπιτιού της. Τότε που πίστευαν πως η ζωή είναι ένας όμορφος τριανταφυλλόκηπος, πως ο έρωτας είναι δυνατός σαν τον θάνατο. Τώρα όμως η Ζωή είναι νεκρή και ο Μάριος με ποια δύναμη να μοραστεί τη μισή ζωή του και με ποιον;
Η Δέσποινα τον περίμενε τα βράδια μετά τη δουλειά του.Θα καθόταν μερικές μέρες ακόμη στην Αθήνα πριν επιστρέψει στην Πράγα, όπου διέμενε τους τελευταίους έξι μήνες. Αυτή δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε παιδιά. Αλλάζε συχνά χώρες διαμονής λόγω δουλειάς κι εξάλλου αυτό αποζητούσε, γιατί δεν ήθελε να ριζώσει πουθενά. Ο Μάριος χτυπούσε με αγωνία το 402 σαν να πήγαινε στο πρώτο ραντεβού, εκείνη του άνοιγε ημίγυμνη κι αυτός χωνόταν ανάμεσα στο στήθος της. «Πόσο ωραία μυρίζεις» της ψέλλιζε με μια αφέλεια καθώς την έγδυνε. Αυτή αμίλητη, σχεδόν ψυχρή τον άρπαζε από την γραβάτα, του έκλεινε τα χείλη με το δάχτυλό της και γινόταν το παιχνίδι της για κάποιες ώρες. Το παλιό κρεβάτι του ξενοδοχείου έτριζε όσο τα σώματα τους πάλευαν με την γεύση και την όσφρηση. Και αφού έκαναν ό,τι έκαναν, σηκώνονταν, πλένονταν, έβαζαν το τάλκ και τ΄ αρώματά τους, ντύνονταν και έτσι σταδιακά γίνονταν ξανά αυτό που δεν είναι.
‘Ηταν η τελευταία Παρασκευή εκείνου του ζεστού Ιουλίου, όταν πήγε στο ξενοδοχείο για να την δει για τελευταία φορά πριν πάρει την πτήση της. Ανέβηκε στο 402, κτύπησε αρκετές φορές, δεν θυμάται ακριβώς πόσες, αλλά τίποτα. Καμία απόκριση. Περίμενε για λίγο στον διάδρομο με την καφέ μοκέτα, ξαναχτύπησε την πόρτα κι όταν κανείς δεν άνοιγε κατέβηκε στην ρεσεψιόν. Εκεί έμαθε πως η Δέσποινα είχε ήδη αναχωρήσει από το ξενοδοχείο χθες τα ξημερώματα. Τότε ο Μάριος ρώτησε αν άφησε κάποιο σημείωμα γι΄αυτόν. Μόλις πήρε αρνητική απάντηση από την ρεσεψιονίστ πήγε στο μπάρ, ζήτησε μια παγωμένη μπύρα κι άναψε τσιγάρο. Ήπιε την πρώτη γουλιά και συνέχισε να καπνίζει.