Χρόνος

Κάποτε έλεγα πως έφταιγε ο καιρός.

Με τον χρόνο έμαθα τις σιωπές.

Έμαθα να μην ρωτάω «γιατί».

Έμαθα ν’ απαντάω με «ίσως».

Κρύβομαι στο δωμάτιο,

πίσω απ’ τους τοίχους, μέσα στην ντουλάπα, κάτω απ’ το τραπέζι.

Βυθίζομαι στην πολυθρόνα και μετράω:

Ζωή, Απουσία, Ψέμα, Αίμα, Ερημιά

Μετράω τα σκληρά μας χρόνια και τις πέτρες.

Αυτές που έπεσαν κι αυτές που έμειναν.

Αυτές που έριξα.

Αυτές που κατάπια.

Τώρα λέω πως φταίει ο χρόνος.

Αυτός που φθείρει και φθείρεται.

Λάνια- Κύπρος, Μάρτιος 2019

Πλάτη με πλάτη

Μικρή όταν έμπαινε στο λεωφορείο για να επιστρέψει στο σπίτι από το σχολείο καθόταν στο τελευταίο κάθισμα, στο παράθυρο. Μόνη της. Δεν ήθελε με κανέναν να μοιραστεί κουβέντα.   Κι αν τύχαινε να καθίσει κάποιος δίπλα της, γυρνούσε την πλάτη προς αυτήν. Όλοι γνώριζαν πως ήταν ένα παράξενο κορίτσι. Ισχνό και χλωμό με μακριά μαύρα σγουρά μαλλιά. Πάντα λυτά, ποτέ πιασμένα αλογοουρά. Όταν το λεωφορείο την κατέβαζε στο χωριό της με τους εκατό κατοίκους, περνούσε  χειμώνα-καλοκαίρι έξω από όλα τα σπίτια πριν φτάσει στο δικό της. Έκανε κύκλο, αλλά δεν την ένοιαζε. Έψαχνε για πόρτες ανοιχτές, ανθρώπους να μιλούν, αυλές ανθισμένες.  Αλλά τίποτα. Όλα κλειστά. «Πως ζουν άραγε οι άνθρωποι αλλού;» αναρωτιόταν σιωπηλά.

Η Μαριάμ ήταν το έκτο και τελευταίο κορίτσι της οικογένειας Οικονόμου που ζούσε σ΄ένα ορεινό χωριό του Τροόδους. Η ζωή τους ήταν δύσκολη. Ζούσαν σ΄ένα πέτρινο σπίτι κληρονομιά από τον παππού, τον πατέρα της μάνας της, με δύο κάμαρες όλες κι όλες οκτώ άνθρωποι. Η τουαλέτα ήταν έξω από το σπίτι. Ξεπάγιαζε κάθε φορά που έπρεπε να πάει να κατουρήσει. Και φοβόταν να βγαίνει έξω κατάνυχτα στο σκοτάδι έξω από το σπίτι. Η Μαριάμ κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι με την αμέσως μεγαλύτερη αδελφή της, την Κατερίνα. Κρυβόταν πίσω από τα μακριά μαλλιά της, τύλιγε την κουβέρτα γύρω από το σώμα  μέχρι τα μάτια και τ΄αυτιά  και προσπαθούσε να κοιμηθεί. Με τους εφιάλτες της.

Όταν μεταξύ ύπνου και ξύπνιου άκουγε το τρίξιμο του σιδερένιου κρεβατιού,  τ΄αγκομαχητά του πατέρα και τις πνιγμένες αναπνοές της μάνας της, γυρνούσε στην Κατερίνα και έψαχνε το χέρι της. «Άσε με . Κοιμήσου τώρα. Μην ακούς», της έλεγε εκείνη και γυρνούσε από την άλλη πλευρά αφήνοντας την Μαριάμ μόνη να κάνει κουμάντο στις αυπνίες και τις φοβίες της. «Μην μου γυρνάς την πλάτη. Φοβάμαι», της έλεγε συχνά. Αλλά εκείνη έπεφτε σε ύπνο βαθύ.  Ήταν οι στιγμές που η Μαριάμ ήθελε ν΄αποδράσει: να φορέσει το παλτό πάνω από το νυχτικό, να βγει στις μύτες των ποδιών της με τα παπούτσια στο χέρι και να τρέξει όσο γίνεται πιο μακριά. Πως όμως και που να πάει; «Πως ζουν άραγε οι άνθρωποι αλλού;» αναρωτιόταν σιωπηλά.

Η Μαριάμ παρά τις σιωπές  που κουβαλούσε ήταν τολμηρή. Όταν τελείωσε το σχολείο ζήτησε να πάει να μείνει με μια γεροντοκόρη θεία της που ζούσε στην πόλη. Ένα ανοιξιάτικο δειλινό μπήκε στο εργαστήρι του πατέρα της,  που ήταν ο φούρναρης του χωριού αποφασισμένη να του μιλήσει. «Πατέρα, θα  ήθελα  να πάω στη θεία-Αντρούλα στη Λευκωσία. Εκεί έχει σχολές μαγειρικής. Θα μάθω ζαχαροπλαστική και θα ρθω πίσω στο χωριό να μεγαλώσουμε τον φούρνο», του είπε σχεδόν σίγουρη για την άρνησή του. Αυτός ούτε γύρισε να την δει. «Δεν έχω λεφτά για σχολές. Άμα συμφωνεί η μάνα σου, να πας.» της είπε κοφτά και βούτηξε πάλι τα χέρια του στη ζύμη.

Στη Λευκωσία περπατούσε πολύ. Δεν ήθελε να μπαίνει σε λεωφορείο.  Ήθελε να μάθει πως είναι η ζωή σε μια πόλη, οι άνθρωποι, οι μυρωδιές, τα μαγαζιά, τα σπίτια. Όλα αλλιώτικα. Πιο μεγάλα. Πιο γρήγορα. Στη σχολή έπιανε τα μαλλιά της κότσο. Ήταν κανόνας για τους μάγειρες και τους ζαχαροπλάστες. Δεν την πείραζε καθόλου. Δεν ήθελε πια να κρυφτεί πίσω από τα μαλλιά της.  Εξάλλου ήταν όλοι γυρισμένοι με τις πλάτες ο ένας στον άλλο, όταν μάθαιναν πως να φτιάχνουν τα γλυκά. Όλοι με τα μαχαίρια και τις κουτάλες τους αφοσιωμένοι στη ζάχαρη και την τέχνη τους. Κι εκείνη χαμογελαστή που έβλεπε πως ήταν να ζουν οι άνθρωποι αλλού.

Εκεί γνώρισε και τον Γιλμάζ. Τουρκοκύπριος που ζούσε στο άλλο μισό της Λευκωσίας, αλλά σπούδαζε μαζί της στη σχολή. Όταν της πρότεινε να πάνε για καφέ, η Μαριάμ έβγαλε τη ποδιά, άφησε τα μαλλιά της να πέσουν ελεύθερα στου ώμους  και βιαστικά χωρίς καν να τον κοιτάξει, τού ψέλλισε πως την περίμεναν στο σπίτι. Καταβάθος της άρεσε ο Γιλμάζ , αλλά πως θα τολμούσε να γνωρίσει καλύτερα έναν Τουρκοκύπριο; Να ερωτευθεί τον εχθρό; Τι θα έλεγε στους γονείς της, δεύτερη γενιά προσφύγων; Κάθε φορά που την πλησίαζε  του γυρνούσε την πλάτη προσποιούμενη πως δούλευε πυρετωδώς. Πέρασε ένας χρόνος κι εκείνος υπομονετικός, με τα ζεστά καστανά μάτια  του της είπε ξεκάθαρα ένα απόγευμα, πως θα ήθελε να του δώσει μια ευκαιρία να γνωριστούν καλύτερα. Όταν την άγγιξε στο πηγούνι το μόνο που ήθελε αυτή ήταν να χώσει το κεφάλι της στον κόρφο του και να μπλέξει τα χέρια της με τα δικά του.

Σήμερα η Μαριάμ ζει στην Λήδρας πίσω από την πράσινη γραμμή. Φτιάχνει γαλακτομπούρεκα και μπακλαβάδες. Στο μαγαζί τρέχουν κάθε απόγευμα τα δύο μικρά μελαχρινά κοριτσάκια της. Η Μαριάμ έχει χρόνια να δει τους δικούς της. Από τότε που παντρεύτηκε τον Γιλμάζ  όλη η οικογένειά της, της γύρισε την πλάτη.

Απώλειες

Οι φίλες της. Τις έχανε από μικρή.

Ξανά και ξανά. Τριανταπέντε χρόνια.

Χριστίνα, Δένα, Φένια, Αφροδίτη,

Μαρία, Ελεάνα, Πελαγία, Ελένη.

Λέξεις σκληρές, λέξεις αμίλητες.

Σιωπές και ουρλιαχτά ανάμεσά τους.

Σκούπιζε τα δάκρυά της μέχρι που στέγνωσαν κι αυτά.

Και μετά αισθανόταν πόνο και μοναξιά.

Είναι κάποιοι άνθρωποι που γεννιούνται στην απώλεια.

Την κουβαλούν στο δέρμα τους.

Όσο κι αν το πλένουν αυτή πάντα επιστρέφει και γίνεται πληγή.

Και η πληγή, ουλή.

Ζει πια με τις ουλές της.

Τριαταπέντε χρόνια τώρα.

Τικ τοκ

Κοιμάται μόνη στο κρεβάτι.

Βάζει το ένα χέρι ανάμεσα στα στήθια.

Την ακούει που χτυπάει ακόμη.

Τικ τοκ τικ τοκ.

Αυτός είναι απών.

Χρόνια τώρα.

Τον ψάχνει.

Τικ τοκ τικ τοκ.

Βάζει το χέρι στην κοιλιά.

Η ουλή σκληρή γδέρνει τα δάχτυλά της.

Ήχος βουβός.

Τικ τοκ τικ τοκ.

Το αίμα στάζει στ’ ασπροσέντονα

Είναι αργά.

Παντού σκοτάδι.

Κοιμήσου τώρα.

Οι φίλοι μου

Οι φίλοι μου: όταν δεν έχουμε ξεχάσει να μιλάμε ο ένας στον άλλο, να κοιταζόμαστε, να αποκωδικοποιούμε τα αμίλητα, να δεχόμαστε την πολυπλοκότητα του άλλου και την πολλαπλότητα των αναγκών του. Όταν πεθυμώ τη χροιά της φωνής σου, το βλέμμα σου, το γέλιο σου, τις σκληρές ή μαλακές σου λέξεις. Όταν ακούς τις διέσεις, τις υφέσεις, τις παύσεις, τις ανάσες της ζωής μου. Όταν μου λες οτι το φαγητό μου είναι καλό, ανάλατο ή χάλια. Όταν παίρνεις το ρίσκο να με χάσεις οριστικά ερχόμενος σε ρήξη μαζί μου, προκειμένου να μη με αφήσεις να φάω πάλι και πάλι τα μούτρα μου. Όταν η ζήλεια περνάει, η αμφιβολία έχει πάψει να είναι δεύτερη φύση σου και η εμπιστοσύνη χτίζεται ξανά με τον χρόνο. Όταν μεγαλώνουμε όμορφα, μεγαλώνουμε άσχημα, μεγαλώνουμε στις ατέλειες και τις τελείες ή μικραίνουμε μεγαλώνοντας. Μαζί. Είμαι άνθρωπος που η αλήθεια μου, τα σημαντικά μου είναι αυτοί, οι λιγοστοί άνθρωποι. Οι πραγματικοί φίλοι.

Γυναίκα

Είμαι η κόρη μιας μάνας κι ενός πατέρα.

Είμαι η αδελφή των αδελφιών μου.

Είμαι η μάνα των παιδιών μου.

Είμαι η γυναίκα ενός άντρα και η ερωμένη ενός άλλου.

Είμαι η φίλη άλλων γυναικών.

Είμαι γυναίκα φυλακισμένη στο σώμα ενός άντρα.

Είμαι γυναίκα.

Για όσο κρατάει μια συνάντηση

Την συνάντησε στην κηδεία της αδελφικής του φίλης, της  Ζωής. Ήταν συμφοιτήτριά τους στα μέσα της δεκαετίας του 80’ στο Νομικό της Αθήνας. Είχε να την δει πολλά χρόνια. Την θυμάται να συχνάζει στα ίδια μπαρ με τη Ζωή. Η Δέσποινα, Θεσσαλονικία στην καταγωγή, ήταν ψηλή με κοντά καρέ μαλλιά και πράσινα μάτια. Όμορφη, απόμακρα γοητευτική. Δεν ήταν για τα δόντια του. Για τον Μάριο έμοιαζε με απόρθητο κάστρο. Όταν τελείωσαν τις σπουδές εκείνη είχε φύγει για μεταπτυχιακό στο Λονδίνο, μετά υποτροφία στην Αμερική, όπου έζησε και δούλεψε αρκετά χρόνια στο Διπλωματικό Σώμα της Ελληνικής Πρεσβείας. Τα τελευταία χρόνια είχε ακούσει ότι επέστρεψε στην Ευρώπη. Η Ζωή κράτησε επαφή μαζί της μέχρι που ήρθε η αρρώστια και χαθήκανε. Τους τελευταίους μήνες είχε κλειστεί εντελώς στον ευατό της και τους τέσσερις τοίχους του δωματίου της . Μόνο ο Μάριος επέμενε να την βλέπει ως το τέλος. Είχε γίνει πια πετσί και κόκκαλο μέχρι που η καρδιά της δεν άντεξε.

Ήταν Ιούλιος κι ο ήλιος έκαιγε. Μέρα γεμάτη υγρασία και ιδρώτα, που απλωνόταν στα φύλλα των δέντρων και τα πρόσωπα των ανθρώπων. Όταν τελείωσε η κηδεία και οι λίγοι μαυροφορεμένοι συγγενείς και φίλοι αποχωρούσαν προς το γειτονικό καφεστιατόριο, ο Μάριος κρατούσε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι, κοιτούσε τον τάφο κι έκλαιγε. Ο ιδρώτας του έγινε ένα με τα δάκρυα που έσταζαν αργά και λυπημένα στο νωπό χώμα. Η Δέσποινα, λίγα μέτρα μακρυά του, τον πλησίασε μ΄ένα μπουκαλάκι νερό. «Πιες λίγο», του ψιθύρισε στ΄αυτί. Εκείνος της ζήτησε τσιγάρο. Καπνίσανε μαζί κι έπειτα μπήκανε στο αμάξι της. Οδήγησε εκείνη στην επιστροφή. Τον πήγε στο παραλιακό ξενοδοχείο που έμενε στη Βουλιαγμένη.  Ανεβήκανε στο δωμάτιό της. Χωρίς να βγάλει την φούστα, έβαλε το χέρι του ανάμεσα στα μουσκεμένα σκέλια της.  Εκείνη τον έγδυσε και τον έκανε να ξεχαστεί.

Ο Μάριος έμενε στο Φάληρο. Εδώ και δεκαπέντε χρόνια δούλευε σε μια ναυτιλιακή εταιρεία. Χωρίς φιλοδοξίες και όρεξη. Καθημερινά η ίδια ιστορία: δουλειά, σπίτι, λίγες κουβέντες με τις έφηβες κόρες του, λιγότερες με την Φρόσω, την επί δεκαοκτώ χρόνια σύζυγό του. Εκείνη ήταν Φυσικός σε ιδιωτικό σχολείο των νοτίων προαστίων, κάθε απόγευμα παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα και τα βράδια κλεινόταν στο γραφείο της για προετοιμασίες και διορθώματα. Όταν ο Μάριος επέστρεφε από τη δουλειά, οι πόρτες των δωματίων ήταν τις περισότερες φορές κλειστές, οι τοίχοι βουβοί και η κουζίνα κρύα, χειμώνα-καλοκαίρι. Οι κατσαρόλες άδειες, τα κουτάλια στη θέση τους κι αυτός παρήγγελνε  συχνά φαγητό απ΄έξω. Έπειτα κατευθυνόταν στο ψυγείο, άνοιγε μια παγωμένη μπύρα και έπινε από το μπουκάλι.

Δεν έβγαινε συχνά. Κι αν το έκανε πήγαινε στη Ζωή που ζούσε στη Καλλιθέα μόνη μετά που πέθανε ο άντρας της. Ήταν η μοναδική γυναίκα ίσως που άκουγε τις σιωπές του από τον καιρό του Πανεπιστημίου και μοιραζόταν τον φθαρμένο καναπέ του σπιτιού της.  Τότε που πίστευαν πως η ζωή είναι ένας όμορφος τριανταφυλλόκηπος, πως ο έρωτας είναι δυνατός σαν τον θάνατο. Τώρα όμως η Ζωή είναι νεκρή και ο Μάριος με ποια δύναμη να μοραστεί τη μισή ζωή του και με ποιον;

Η Δέσποινα τον περίμενε τα βράδια μετά τη δουλειά του.Θα καθόταν μερικές μέρες ακόμη στην Αθήνα πριν επιστρέψει στην Πράγα, όπου διέμενε τους τελευταίους έξι μήνες. Αυτή δεν παντρεύτηκε ποτέ, δεν έκανε παιδιά. Αλλάζε συχνά χώρες διαμονής λόγω δουλειάς κι εξάλλου αυτό αποζητούσε, γιατί δεν ήθελε να ριζώσει πουθενά. Ο Μάριος χτυπούσε με αγωνία το 402 σαν να πήγαινε στο πρώτο ραντεβού, εκείνη του άνοιγε ημίγυμνη κι αυτός χωνόταν ανάμεσα στο στήθος της. «Πόσο ωραία μυρίζεις» της ψέλλιζε με μια αφέλεια καθώς την έγδυνε. Αυτή αμίλητη, σχεδόν ψυχρή τον άρπαζε από την γραβάτα, του έκλεινε τα χείλη με το δάχτυλό της και γινόταν το παιχνίδι της για κάποιες ώρες. Το παλιό κρεβάτι του ξενοδοχείου έτριζε όσο τα σώματα τους πάλευαν με την γεύση και την όσφρηση. Και αφού έκαναν ό,τι έκαναν, σηκώνονταν, πλένονταν, έβαζαν το τάλκ και τ΄ αρώματά τους, ντύνονταν και έτσι σταδιακά γίνονταν ξανά αυτό που δεν είναι.

‘Ηταν η τελευταία Παρασκευή εκείνου του ζεστού Ιουλίου, όταν πήγε στο ξενοδοχείο για να την δει για τελευταία φορά πριν πάρει την πτήση της. Ανέβηκε στο 402, κτύπησε αρκετές φορές, δεν θυμάται ακριβώς πόσες, αλλά τίποτα. Καμία απόκριση. Περίμενε για λίγο στον διάδρομο με την καφέ μοκέτα, ξαναχτύπησε την πόρτα κι όταν κανείς δεν άνοιγε κατέβηκε στην ρεσεψιόν. Εκεί έμαθε πως η Δέσποινα είχε ήδη αναχωρήσει από το ξενοδοχείο χθες τα ξημερώματα. Τότε ο Μάριος ρώτησε αν άφησε κάποιο σημείωμα γι΄αυτόν. Μόλις πήρε  αρνητική απάντηση από την ρεσεψιονίστ πήγε στο μπάρ, ζήτησε μια παγωμένη μπύρα κι άναψε τσιγάρο. Ήπιε την πρώτη γουλιά και συνέχισε να καπνίζει.

Λήθη

Οι άνθρωποι εύκολα αλλάζουν

μέσα σ’ έναν χρόνο.

Ξεχνάνε πως κάποτε θυμούνταν.

Φαίνεται στις λέξεις τους, το θόρυβο και τις σιωπές τους.

Η μνήμη ολοένα στενεύει.

Με το κεφάλι ψηλά θωρείς τον γαλάζιο ουρανό κι ό,τι φέγγει ακόμη.

Και περιορίζεσαι στο ουσιώδες.