Κάτω απ’τη μουριά

Την βρήκαν κάτω απ’τη μουριά.

Ανάμεσα στις φυλλωσιές μια μυρωδιά βαριά.

Σκόρπια μούρα σαν νυφικό στεφάνι

γύρω από ένα κρανίο θρυμματισμένο,

το αίμα είχε βάψει το λευκό φουστάνι.

Και η καρδιά της βρισκόταν μέσα σ’εκείνο το γράμμα,

που κρατούσε σφικτά στα δάχτυλα.

Πεινούσα

Κάθε βράδυ μπούκωνα τις λέξεις σου

κι έπειτα άνοιγα το ψυγείο

έτρωγα το μπαγιάτικο φαγητό

έπινα μονορούφι μια παγωμένη μπύρα

λαχταρούσα τα γλυκά του κουταλιού

και με γεμάτο στομάχι ξάπλωνα στο κρεβάτι

δήθεν να κοιμηθώ.

Δεν ήθελα να παραδεκτώ

πόσο σε πεινούσα.