Όταν φύγω

Θα είμαι χορτασμένος από έρωτα κι αγάπη.

Με πολλά ταξίδια και εμπειρίες.

Πληγές που έκλεισαν και ουλές που έμειναν.

Όταν θα φύγω θα είμαι γεμάτος, γιατί ξέρω ότι αγάπησα πολύ.

Κύπρος, Ιανουάριος 2018

Χωρίς δάκρυα

Στέγνωσαν τα δάκρυά της. Το πόρισμα του γιατρού. Απόρησε  για μια στιγμή, κοιτώντας τον μ΄ένα παγωμένο κι ατάραχο βλέμμα. Σχεδόν γυάλινο.

Στέγνωσαν τα δάκρυα της;  Τα δικά της δάκρυα; Πόσα δάκρυα έτρεξαν στα μάγουλα της, τη ψυχή της, τα χέρια της, τα ρούχα της τόσα χρόνια; Γιατρέ, τι λέτε; Νόμιζε ότι του μιλούσε, αλλά δεν έβγαινε η φωνή της. Βουβός κινηματογράφος. Εξακολουθούσε να τον κοιτάει με εκείνο το γυάλινο βλέμμα της, χωρίς δάκρυα. Τον κοιτούσε κι άκουγε τη βροχή έξω να πέφτει ασταμάτητα με τους ίδιους ρυθμούς όλη μέρα, όλες τις προηγούμενες μέρες βροχή, αφειδώλευτη, συνεχόμενη βροχή, όπως τα δακρυσμένα της μάτια. Κάποτε μπορούσε να βρέχει με τα δάκρυα τα μάτια της, τα σπλάχνα της, το σώμα της και να λυτρώνεται. Να ξεπλένει τον πόνο και τις πληγές της. Κάποτε, όταν το σώμα της μπορούσε να κλάψει. Να νιώσει και να φωνάξει. Τώρα στέγνωσε το σώμα της. Στέγνωσαν τα δάκρυά της. Στέγνωσε σύγκορμη. Ζει χωρίς δάκρυα. Στεγνή.

-Έξω βρέχει, γιατρέ, ίσα που κατάφερε να πει ψιθυριστά.

(Είναι τα δάκρυά μου), σκέφτηκε.

 

Εύθραστοι

Όταν πεθαίνει ένας φίλος γίνεσαι χάλια. Όταν πεθαίνει ένας δάσκαλος νιώθεις εκείνο το κομμάτι σου να φεύγει. Όταν πεθαίνει ένας γνωστός, ένας άγνωστος, ένας άνθρωπος σου, ένας άνθρωπος νέος που δεν πρόλαβε όσα του άξιζαν παραλύεις μπροστά στο τελεσίδικο του θανάτου. Για λίγο, μετά ξεχνάς μέχρι τον επόμενο θάνατο. Το ίδιο μούδιασμα.

Είμαστε ατελείς, είμαστε περαστικοί, είμαστε βουβοί, έχουμε ξεχάσει συνειδητά να μιλάμε για όσα μας βασανίζουν, όσα μολύνουν τις μικρές χαρές μας και τα καταπίνουμε. Κι αυτά με τη σειρά τους έρχονται και μας αρρωσταίνουν, μας γερνάνε και μας πεθαίνουν. Τόσο τρωτοί και εύθραστοι, ώστε ένας μικροσεισμός μέσα ή δίπλα μας, μας σπαραλιάζει.

Μιλήστε, συγχωρέστε, φιλάτε πολύ και δίνετε πολύ τα πολλά σας στους ανθρώπους. Τώρα, σήμερα.