Αγγελούδι

«Να φας λίγο. Έστω λίγο. Να δυναμώσεις», ψιθύρισε εκείνη.

«Νυστάζω» είπα και κίνησα για το κρεβάτι. Κρύφτηκα κάτω από το πάπλωμα. Ήθελα μόνο να κοιμηθώ.

Είμαι δώδεκα χρονών κορίτσι. Δεν μου άρεσαν ποτέ οι νεράιδες. Αλλά και μικρότερη έβγαζα τα κεφάλια από τις γυμνές κούκλες μου και τα στοίβαζα σε σειρά πάνω στο κρεβάτι σκεπάζοντάς τα με το σεντόνι. Δεν έχω κολλητή φίλη και δεν ψάχνω στα ντουλάπια γι΄απαγορευμένα γλυκά και σοκολάτες.

Μωρό με τάιζε λιωμένα λαχανικά με βοδινό κρέας και ζητούσα δεύτερο πιάτο. Έτρωγα τις φρουτόκρεμες μέχρι την τελευταία κουταλιά. Στρουμπουλό, με ροδοκόκκινα μάγουλα και κατάξανθα, σγουρά μαλλιά. «Τέτοιο μωρό, τέτοιο αγγελούδι έχουμε! Μόνο στις διαφημίσεις το βρίσκεις», της έλεγε περήφανα ο μπαμπάς. Αυτά τα λέει εκείνη, γιατί εγώ φυσικά δε θυμάμαι τίποτα από εκείνα τα χρόνια. Κι ο μπαμπάς δεν μένει πια μαζί μας για να μου επιβεβαιώσει.

Τώρα κάθε απόγευμα η μαμά κόβει φρούτα, για να πάρω τις βιταμίνες που πρέπει. Να βάζω και κάτι στο στόμα μου. Μετά από πολλές προσπάθειες να φάω ένα κομμάτι, με  πηγαίνει συχνά βόλτα στον μώλο, ν΄αναπνεύω ιώδιο. «Ζούμε σε νησί και η θάλασσα είναι γιατρικό παιδί μου!» μου λέει για να με πείσει να βγω λιγάκι έξω. Μερικές φορές έχει δίκαιο. Η θάλασσα με κάνει να τα ξεχνώ όλα: τα σκοτάδια και τα φαντάσματά μου, τις νύχτες που ακούω τη μαμά να σιγοκλαίει στο δωμάτιό της,  τις κραυγές της που ακούγονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες όταν τσακωνόταν με τον μπαμπά, γιατί εκείνη δεν μπορούσε πια να είναι ηθοποιός από τότε που γεννήθηκα κι εκείνον να τα κάνει όλα γυαλιά-καρφιά μέσα στην κουζίνα.

Δεν θα ξεχάσω πριν από δύο χρόνια μετά από έναν άγριο τσακωμό τους, αφότου εκείνος βρόντηξε την πόρτα κι έφυγε, πήγα δειλά-δειλά στην κουζίνα και την βρήκα γονατιστή να μαζεύει τα σπασμένα πιάτα στο πάτωμα. Είδα τα αίματα στα χέρια της και τρόμαξα. Κι αυτή, όταν κατάλαβε πως την έβλεπα πήρε μια πετσέτα και σπούπισε πρώτα τα χέρια κι έπειτα τα δάκρυά της και η πετσέτα από άσπρη έγινε ροζ. «Μαμά θα φέρω εγώ τη σκούπα να τα μαζέψω, εσύ πλύνε τα χέρια σου», της φώναξα κι εκείνη με κοίταξε τρομαγμένη που πρόλαβα και είδα τον φόβο και τον πόνο της.  Λίγο καιρό μετά από κείνη την μέρα ο μπαμπάς έκλεισε την πόρτα και δεν επέστρεψε ποτέ. Δεν τον είδα ξανά.

«Θεέ και Κύριε. Πώς είσαι έτσι;», μου είπε η μαμά και έτρεξε προς το μέρος μου την πρώτη φορά που με βρήκε στο δωμάτιό μου να κάνω εμετό. Με πήγε στην τουαλέτα. Με περίμενε για πολλή ώρα. Με έκανε μπάνιο. Με τύλιξε με μια κουβέρτα και με πήγε στο δωμάτιο. Άλλαξε τα σεντόνια. Άνοιξε την πόρτα και ήρθε και έκατσε δίπλα μου. Οι εμετοί μού έγιναν συνήθεια και η μαμά μαζεύει τα δικά μου σπασμένα. Κάποιες στιγμές την ακούω να μιλά στο τηλέφωνο ψιθυριστά. Άλλες φορές αισθάνομαι τη ζέστη του χεριού της ν΄ ανασηκώνει το πάπλωμα και να με κοιτάει. Μετράει τα κόκκαλά μου. Μετράει τις αντοχές της.

 «Πότε θα σταματήσεις να το κάνεις αυτό;» με ρώτησε τις προάλλες μόλις ξύπνησα κι έσκυψε να με αγκαλιάσει. Δεν αποτραβήχτηκα.  Έκατσα εκεί στην αγκαλιά της κι άφησα να τρέχουν τα δάκρυα μου ελεύθερα. Μέρες, μήνες δεν είχα κλάψει. Μέρες, μήνες προσπαθούσα να είμαι δυνατή εξασθενώντας τον εαυτό μου. «Πρέπει να φας κάτι μωρό μου», μου είπε και εγώ έγνεψα αρνητικά. «Δεν μπορώ» απάντησα ξερά. «Θα μπορέσεις»  μου ψιθύρισε με την δύναμη, την επιβολή και την αγάπη που έχουν οι τρυφεροί και επίμονοι άνθρωποι και πήγε στην κουζίνα. Γύρισε μ΄ενα μπολ γιαούρτι. Ούτε και ξέρω πόσες ώρες καθόταν εκεί και με τάιζε στωικά όπως τότε με τη φρουτόκρεμα χωρίς να μου μιλά, χωρίς να της μιλάω, χωρίς να έχουμε κάτι άλλο κατά νου παρά μόνο το πώς θα με στιλώσει αυτό το γιαούρτι, πώς θα γίνω ξανά εκείνο το μωρό με τα ροδοκόκκινα μάγουλα.

«Μαμά, είμαι ακόμα το αγγελούδι σου;», την ρώτησα όταν κατάπια την τελευταία κουταλιά απ΄το γιαούρτι.

Τσακισμένες σελίδες

Όταν διαβάζω ένα βιβλίο υπογραμμίζω με μολύβι τις λέξεις που με κάνουν ν’ αλλάζω θέση, ύφος, διάθεση. Όταν διαβάζω πολλές θαρραλέες λέξεις στην ίδια σελίδα, τότε την τσακίζω πάνω αριστερά. Κι όταν το διάβασμα του βιβλίου τελειώσει, επιστρέφω πάντα στα τσακίσματα και θυμάμαι τις λέξεις εκείνες που με τάραξαν, με κούνησαν από την βολική πολυθρόνα. Επιστρέφω πάντα στις τσακισμένες σελίδες και τις μολυβένιες λέξεις και ξέρω ακριβώς γιατί τους φέρθηκα μ’ αυτόν τον τρόπο. Τότε μειδιώ και τσακίζομαι χαρούμενη στις λέξεις εκείνων που πονούν, που ερωτεύονται, που θυμούνται, που θρηνούν.

Στην ταβέρνα

Ντύνεται επίσημα: γραβάτα, γιλέκο, σακάκι. Πάντα θυμάται τον ευατό του με επίσημα ρούχα. Έτσι τον έντυνε εκείνη από παιδί με καλοσιδερωμένα παντελόνια, πουκάμισα και λουστρινέ παπούτσια. Το μοναχοπαίδι της, ο μονάκριβος της γιος, υπάκουος πάντα στις ενδυματολογικές της ιδιοτροπίες. Μεγάλωσε και η ενδυμασία του παραμένει η ίδια. Μια συνήθεια ραμμένη στα μέτρα του. Του το υπαγορεύει εξάλλου και το επάγγελμά του: δικηγόρος με κληρονομιά το γραφείο του πατέρα του, που πέθανε νωρίς αφήνοντας πίσω του το βάρος του ονόματος ενός μεγαλοδικηγόρου. Αν ήταν εδώ εκείνη θα ήταν διπλά περήφανη για τις σωστές επιλογές του.

‘Ηταν περασμένες δύο το μεσημέρι όταν βγήκε στον δρόμο. Μπήκε στην σκοτεινή ταβέρνα της γειτονιάς. Κάθισε κοντά στην τζαμαρία. Στην ίδια θέση που κάθεται πάντα όταν αποφασίζει να βγει μεσημεριάτικα για φαγητό. Δεν είχε πολλούς πελάτες εκείνη την μέρα. Καθώς κοιτούσε το μενού, άκουσε μια μουσική στο βάθος. Ρεμπέτικα. Αυτά που του άρεσαν. Εκείνη τη στιγμή έφερε στη μνήμη του την μάνα του να κάθεται στο πιάνο και να παίζει σονάτες του Σκαρλάτι. Θυμάται τον ευατό του ακούγοντάς την να κλέβει κρυφά μπισκότα βουτήρου από το βιντάζ κουτί που είχε ακουμπισμένο στον πάγκο της κουζίνας ως συνοδευτικά για τον καφέ ή το τσάι. Όταν εκείνη τον έπιανε στα πράσα να καταβροχθίζει λαίμαργα τις απαγορευμένες λιχουδιές, τον κοιτούσε αρχικά αυστηρά κι έπειτα του σκούπιζε με γρήγορες κινήσεις τα ψίχουλα από τα μπισκότα στο πουκάμισο στέλνοντάς τον στο δωμάτιό του. «Τα σωστά αγόρια δεν τρώνε κρυφά από την μαμά τους. Τα σωστά αγόρια προσέχουν τη σιλουέτα τους» την άκουγε να λέει καθώς απομακρυνόταν από την κουζίνα με το κεφάλι σκυμμένο στο πάτωμα, ρίχνοντας τις κατάρες του σιωπηλά.

Τώρα είχε το βλέμμα του στραμμένο στο μενού της ταβέρνας. Ήταν αναποφάσιστος.Του άρεσαν τα βαριά, λαδερά φαγητά. Όλα όσα δεν του επέτρεπε εκείνη να τρώει όσο ακόμη ζούσε στο πατρικό του. Όταν απελευθερώθηκε από τα δεσμά της, αφέθηκε σ΄όλες τις λουχουδιές που του στερούσε. Όταν η μάνα του πέθανε- από καρκίνο στο έντερο- αυτός παραδόθηκε στη ζάχαρη. Είχε γίνει υπέρβαρος, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δεν έψαχνε ούτε για σύζυγο, ούτε και για ερωμένη. Μόνος και υπέρβαρος εξακολουθούσε να κρύβει το λίπος του πίσω από τις γραβάτες, τα φαρδιά πουκάμισα και τα κουστούμια.

«Μια χωριάτικη, ένα στιφάδο με μπόλικες πατάτες και μια καράφα άσπρο κρασί» είπε στον σερβιτόρο, όταν αυτός ήρθε για την παραγγελία. «Ωραία ησυχία σήμερα στο μαγαζί» πρόσθεσε, όταν εκείνος ακουμπούσε το ποτήρι, την καράφα του κρασιού και το καλάθι με το ψωμί μπροστά του.  «Νομίζω σας έπεσαν τα κλειδιά σας κύριε Νικολόπουλε», του είπε ευγενικά το γκαρσόνι, δείχνοντάς του στο πάτωμα κάτι που γυάλιζε. Εκείνος τα είδε από απόσταση και έβαλε κρασί στο ποτήρι του. «Θα τα πάρω αργότερα. Τώρα είναι όλα κλειδωμένα» απάντησε σχεδόν παγερά. «Πριν φύγω θα τα πάρω». Κι έβαλε την πρώτη μπουκιά στο στόμα του.

ΛΑΙΜΑΡΓΑ

Το «ΛΑΙΜΑΡΓΑ» αποτελεί ένα συλλογικό έργο ποίησης, πεζογραφίας και σουρεαλιστικής γραφής, με συμμετοχή Ελλήνων και Κύπριων πεζογράφων και ποιητών. Πρόκειται για μια σειρά μικρών ιστοριών μέσα από τις οποίες αντανακλάται η λαιμαργία στην κυριολεκτική και μεταφορική της έννοια, η οποία αναπόδραστα καλπάζει στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου. Στο βιβλίο η λαιμαργία παίρνει τη μορφή της αρρώστιας, της καταπιεσμένης σεξουαλικής επιθυμίας, της αναγκαιότητας για ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία σ’ ένα περιβάλλον απομόνωσης και εγκλεισμού της σύγχρονης ανθρωπογεωγραφίας. Είναι ένα μωσαϊκό από ιστορίες πείνας και λαιμαργίας σε μια εποχή που ο άνθρωπος αδυνατεί να χορτάσει, που φωνάζει από ασφυξία για ζωή. Στο βιβλίο γράφουν με αλφαβητική σειρά οι: Φώτης Αποστολίδης, Χριστίνα Βραχίμη, Ελένη Ιωαννίδου, Παναγιώτης Λάρκου, Αυγή Λίλλη, Κ.Κ. Μοίρης, Ρωξάνη Νικολάου, Στέλλα Βοσκαρίδου Οικονόμου, Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Βάλια Τσιριγώτη, Μαρία Τζιαούρη-Χίλμερ.

Το «ΛΑΙΜΑΡΓΑ» μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Ακτίς (Ιανουάριος, 2019)

50395146_786741278346904_6206545458630754304_n

Αιώνια

Να μ΄αγαπάς όταν μεγαλώσω,

όταν το δέρμα μου δεν είναι πια σφριγηλό.

Να μ΄αγαπάς όταν παχύνω,

όταν η μέση και οι γάμπες μου δεν είναι όπως παλιά.

Να μ΄αγαπάς όταν χάσω τα μαλλιά μου,

όταν ακόμα και οι τρίχες λιγοστεύουν και πεθαίνουν.

Να μ΄αγαπάς όταν δεν μπορώ να μιλώ πια,

όταν οι λέξεις μου πνίγονται στον λάρυγγα.

Να μ΄αγαπάς όταν τα μάτια μου σου φωνάζουν

πόσο πονάω τώρα που πεθαίνω.

Να μ΄αγαπάς κι όταν ακόμα φύγω.

Το ξέρω πως μ΄αγαπάς κι ας είμαι ήδη νεκρή.