Σταγονόμετρο

Η ποσότητα της πίκρας ήταν μεγαλύτερη της γλύκας.

Η επικοινωνία ανάπηρη,

σε μια καρέκλα κρατούσε στο χέρι τον ορό

και κοιτούσε τις σταγόνες της μοναξιάς,

που αργά κυλούσαν στις φλέβες της.

 

Αναλλοίωτοι άνθρωποι

Ζούμε ανάμεσα σε αφετηρίες και τερματισμούς. Ζούμε ανάμεσα σε φλυαρίες και σιωπές, ανάμεσα σε αγκαλιές και κουτσουλιές. Τα σώματά μας κουβαλούν μνήμες, σύντομες ή πείσμονες. Κι αν το σύμπαν μάς στερεί συχνά την ανθρωπιά, ενάντια σ’όλα τα προγνωστικά, θα συναντάμε κάποιους γενναίους ανθρώπους, που θα χωράνε πάντα στις θύμησές μας αναλλοίωτοι.

Μέρες καύσωνα

Ο κήπος χρειάζεται πότισμα δυο φορές τη μέρα. Ο ιδρώτας αφήνει σημάδια στο μπλουζάκι. Το νερό στο ντους τρέχει στο μαυρισμένο της κορμί. Τα δάκρυα τρέχουν μέχρι τον ομφαλό της. Τα χείλη διψάνε διαρκώς. Τα χέρια με το ζόρι καθαρίζουν το σώμα της. Τα τζιτζίκια δεν λένε να σωπάσουν. Η μοναξιά κάνει μεγάλο θόρυβο. Αποκοιμάται με το βιβλίο στο στήθος. Το θερμόμετρο λέει 39 βαθμούς. Ο Ιούλιος δεν ήταν ποτέ ένας καλός μήνας.

 

 

46 χρόνια

Σίγασαν τα τζιτζίκια όταν ακούστηκαν οι σειρήνες.
Ανήλιαγες κρύβουν,
φόβο, κόμπους, κουβάρια.
46 χρόνια τυλίγεται το κουβάρι μας.
46 χρόνια και κάτι είναι η ζωή μου ολόκληρη.
46 χρόνια έχω να δω τον θείο μου.
46 χρόνια αγνοούμενος.
46 χρόνια ξένοι στον γενέθλιο τόπο.
Το μελάνι έπηξε στην πένα, όπως είπε ο Μόντης
«Και το αίμα έπηξε στην καρδιά»
Ποιές λέξεις κυρίες και κύριοι θα σταματήσουν τις σειρήνες;
Ποιες λέξεις θα σβήσουν τη μνήμη;
Σωπάστε. Ξεκίνησαν πάλι τα τζιτζίκια.
Κι εδώ και στην Καρπασία.

Έγνοια

Κανένας δεν ανήκει κανενός. Αγαπάς τους ανθρώπους με τις λέξεις, τις πράξεις και όχι με τη σιωπή. Τους αγαπάς με τις αγκαλιές, με τα φιλιά, με τις αγωνίες, τα τραύματα, τις αρρώστιες, τις αποτυχίες, τις ελλείψεις, τις επιλογές τους. Τίποτα δεν μας ανήκει από τους άλλους πέραν των αγνών αμοιβαίων συναισθημάτων. Και ανήκουμε σ΄αυτούς ως εκεί που φτάνει η έγνοια μας γι΄αυτούς.

Λύσσα

Συχνά ο άνθρωπος ξεχνά εκείνα, που του έχεις δώσει

κι όταν πια πάψεις να του δίνεις, σε κοιτάει σαν

πεινασμένο σκυλί έτοιμο να επιτεθεί,

γιατί λυσσάει για όσα εσύ πια δεν του δίνεις.

Ποια λύσσα κουβαλάς άνθρωπε

και με τι δόντια τρως τις σάρκες των ανθρώπων;