‘Εχοντας στις παλάμες τη Ζωή

Καθόμαστε σε μία πολυθρόνα και μετράμε τη ζωή μας: άλλος μετράει πόσες μέρες δεν καπνίζει, άλλος πότε είναι το επόμενο ταξίδι,  πότε θα τελειώσουν οι εξετάσεις, πότε έρχονται οι επόμενες σ΄ ένα σκοτεινό δωμάτιο,  πότε θα γυρίσει αυτός, πότε επιτέλους θα γεννήσει αυτή, πότε θα ’ρθει ο Αύγουστος, μετράμε τη μελαγχολία, μετράμε τον έρωτα, πόσοι είναι παρόντες, πόσοι έφυγαν πριν γίνουν, μετράω, μετράς, μετράμε αριθμούς ξανά και ξανά. Δεν μετράμε τη βλακεία που δε συμπονά, την ανεπάρκεια μπροστά στον πόνο, την αδικία, την απώλεια, τον θάνατο σ΄ όλα τα κλειστά μάτια τούτων των παιδιών. Αν εμείς είμαστε οι αρχιτέκτονες της δικής μας αποτυχίας, ίσως να μη χρειάζονται τόσες ζωές χαμένες, για να μετρήσουμε στα μάτια τους τη ζωή ολάκερη.  Αύριο μπαίνει Ιούνιος και η ζωή δεν είναι για πέταμα και είτε το αντιλαμβάνεσαι είτε όχι είσαι κωλόφαρδος που ζεις.

13325627_10153884625394690_7870750029845105908_n

A German rescuer from the humanitarian organisation Sea-Watch holds a drowned migrant baby, off the Libyan cost May 27, 2016. Christian Buettner/Eikon Nord GmbH Germany/Handout via

Reuters

Everything under control

Είναι η ώρα της Κυριακής που κλειδαμπαρώνουμε τις αυλόπορτες των εξοχικών, τοποθετούμε σε τάξη τα παιχνίδια, οι ξεχαρβαλωμένες κούκλες ξεκουράζονται, το ταμπουρίνο ησυχάζει, οι ζωγραφιές έχουν στεγνώσει κι έγιναν κάδρα, το τρενάκι έχει σιγήσει, τα γυμνά κορμιά ντύνονται, οι βαλίτσες μυρίζουν επιστροφή, τα λουλούδια είναι ποτισμένα.
Αύριο ξημερώνει Δευτέρα και μετά Τρίτη και η ζωή τρέχει ακατάπαυστα και μεις από πίσω της και δίπλα της κλείνουμε ραντεβού, εσύ θα κάνεις αυτό και εγώ εκείνο, ώστε όλα να είναι στην εντέλεια, τακτοποιημένα, με τη ψευδαίσθηση everything under control μέχρι να γίνουν όλα ρημαδιό. Η ζωή δεν μας ρωτάει πότε και πως. Συνεχίζει χωρίς τα δικά μας ραντεβού. Γυμνή…

image

Λάνια, Κύπρος 2016

Πράσινα ξινούθκια αθασούθκια

Ήταν Μάρτιος, όταν μπήκα στο σχολείο και βρήκα στο τραπέζι του καθηγητικού συλλόγου καμιά σαρανταριά πράσινα ξινούθκια αθασούθκια*,  μυρωδιά και γεύση της παιδικής μου ηλικίας. «Δώρο» ενός συναδέλφου από τον κήπο του να μας καλοκαρδίσει, να πάει καλά η μέρα, να ξορκίσουμε κάθε πίκρα. Στο διάλειμμα με πέτυχε να τα τρώω ο μαθητής μου ο Γιάννης.
-Όξινα κυρία τούτα, σαν την μάνα μου, μου λέει.

– Γιατί Γιάννη μιλάς έτσι για την μάμα σου; ρώτησα με παιδική αφέλεια.

– Γιατί δεν μ’ αγάπησε ποτέ, δεν με δέχτηκε ποτέ. Δεν χαίρεται να με βλέπει να χορεύω, να λικνίζομαι, κάτι που έμαθα από κείνην βλέποντας την να χορεύει από παιδί τόσα χρόνια τώρα. Εσύ νομίζω νοιάζεσαι παραπάνω για μένα απ’ αυτήν και ας είσαι όξινη και αυστηρή  μαζί μου μερικές φορές.

Ο Γιάννης, ένα δεκαεφτάχρονο αγόρι είναι ομοφυλόφιλος μέσα κι έξω φανερά, φυλακισμένος σ’ ένα χωριουδάκι ενός μεγαλύτερου χωριού στη Μεσόγειο. Εκείνη τη δεδομένη στιγμή με κεραυνοβόλησε η στυφή γεύση όχι του αμυγδάλου, η άλλη της απόρριψης, της μη αποδοχής του διαφορετικού.

Τούτη την πίκρα, την κρατάω στα χέρια μου κάθε χρόνο και κάθε αμύγδαλο μου θυμίζει τον Γιάννη, τον Νικόλα, τον Αλέξανδρο, τον Αντρέα, παιδιά που έχω συναναστραφεί όλα αυτά τα χρόνια μέσα στην τάξη, αγόρια που γεννήθηκαν σε λάθος σώματα και παλεύουν να ζήσουν φυσιολογικά σε μία  κοινωνία άκρως συντηρητική και αρκετά ομοφοβική.

Σήμερα είναι το Cyprus  Pride και ο Γιάννης θα είναι παρών, για να λικνίσει ρυθμικά το σώμα του μ’ άλλα σώματα χαρούμενα, που ξεγύμνωσαν την πίκρα τους και φόρεσαν τα καλά τους και σήμερα και κάθε μέρα πια.

*τα πικρούτσικα αμύγδαλα

11180637_10153888319035590_3355054665890940929_n(1)

Πάφος, 2016

Το μέλι του παππού

Κάθε Σάββατο πρωί περνάει έξω από το σπίτι μας ένας παππούς και φωνάζει: «’Εσσει μέλιν, άλλος για το μέλιν». Τον ακούω χρόνια, δεν τον είδα ποτέ. Σήμερα το πρωί βγήκα εξαιτίας της αναβροχιάς να ποτίσω τον κήπο κι ακούω τον παππού να κατεβαίνει με το καροτσάκι του και να μιλάει για το μέλι του τρυφερά σαν να κρατούσε το εγγόνι στην αγγαλιά του. Τον κοιτάω και βλέπω ένα γλυκό ρυτιδιασμένο πρόσωπο και δύο μάτια θαλασσιά ενός ογδοντάχρονου ανθρώπου, που με βελούδινη φωνή αγνοώντας τα χρόνια του γυρνάει στους ηλιοκαμένους δρόμους να πουλήσει το μέλι του. Σταματάει μπροστά στην είσοδό μου και λέει: «Καλημέρα κόρη μου, να΄σσεις πάντα τον ήλιον στην θωρκάν σου τζαι το μέλιν στα σσείλη σου».

Αφού τον καλημέρισα σκέφτηκα, πως ενώ εμεις τρωγόμαστε ανάμεσά μας και τσιμπάμε σαν σφήκες τους γύρω μας υπάρχουν ακόμα ποιητές σε τούτο τον κόσμο που έχουν μόνο μέλι στην γλώσσα τους και κάνουν τις μέρες, τις στιγμές πιο φωτεινές.

Το δεντρόσπιτο

Το δεντρόσπιτο της γειτονιάς μου το λιγουρεύομαι κάθε φορά που το θωρώ. Τα δεντρόσπιτα έχουν μια μαγεία, αυτήν που γνωρίζουν καλά όσοι σκαρφαλώνουν σε δέντρα. Αυτοί που θέλουν να βλέπουν τον κόσμο από ψηλά και όχι αφ΄ υψηλού, όσοι απογοητευμένοι από την υποκρισία ενός «πολιτισμένου» κόσμου αναζητούν το νόημα της ζωής στην απλότητα επιστρέφοντας από μια ζούγκλα υπαρκτή, σε μια φανταστική ζούγκλα με πόθο για γυμνά κορμιά που κρέμονται από χορτόσκοινα γευόμενοι την ζωή απέριττα. Θέλω το δεντρόσπιτο, όπου inside είναι ο Tarzan και μαζί βλέπουμε και ακούμε τη βροχή τις βροχερές μέρες και νιώθουμε στο πετσί μας τη δροσιά του δέντρου το καλοκαίρι «αφαιρώντας το ισχνό επίχρισμα του πολιτισμού», όπως έγραφε ο Μπάροους.

12718042_10153936414830590_3200389894815777699_n

Λεμεσός, 2016

Στον πηγεμό για την Ιθάκη ή για το σουβλάκι;

Τον Μάιο και τον Ιούνιο αρχίζουμε εδώ στην Κύπρο να ιδρώνουμε αρκετά, πιο πολύ από τους προηγούμενους μήνες του χρόνου. Και αυτό γιατί είναι μήνες εξετάσεων και ανεβασμένης πίεσης, όχι του αίματος, της άλλης πίεσης της ψυχολογικής, αφού τα παιδιά μας, οι μαθητές μας παρακάθονται σε εξετάσεις προαγωγικές ή εισιτήριες για να μπουν σε Πανεπιστήμια και να πάνε παρακάτω. Που παρακάτω; Ειλικρινά δυσκολεύομαι ν΄ απαντήσω. Πόσο πιο κάτω να πάνε από εδώ που βρίσκεται χρόνια τώρα το εκπαιδευτικό μας σύστημα;

Ένα σύστημα αποτελούμενο από εκπαιδευτικούς με καλά πτυχία. Καλά είπαμε, τώρα αν είναι και πλαστά αυτό είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Δουλεύω στην εκπαίδευση της Κύπρου αρκετά χρόνια, σ’ ένα περιβάλλον με μορφωμένους και πολύ «μορφωμένους» εκπαιδευτικούς, παρά-μορφωμένους: απολυτήρια με άριστα, πτυχία, τα περισσότερα Αγγλικών Πανεπιστημίων, αφού είμαστε English Colony πάνω απ’ όλα (και όσοι είμαστε κάτοχοι πτυχίων Ελληνικών Πανεπιστημίων είμαστε decadence), μεταπτυχιακά και κόντρα μεταπτυχιακά πληρωμένα με χιλιάδες ευρώ και φυσικά ένα διδακτορικό τουλάχιστον σε κάθε οικογένεια. Όταν ακούς για τόσο φοβερά πτυχία είναι σαν να βλέπεις κάτι γαμάτες συσκευασίες δώρων και μένεις άφωνος με την ανθρώπινη φαντασία, τη δημιουργικότητα και όταν τις ανοίγεις μένεις πάλι άφωνος με το «άδειο» περιεχόμενο και με το πόσο δε συνάδει το μέσα με το έξω.

Ζούμε σ’ ένα κράτος,  μια κηλίδα στον ωκεανό και οι άρχοντές του μόνο την καραμέλα τούτη έχουν στο στόμα: «Φέρε μου χαρτιά κι άλλα χαρτιά κι εγώ σε διορίζω, σε κρατάω στη δουλειά φτάνει εσύ να με ψηφίζεις και να με κρατάς στην εξουσία, θα είναι όλα μια χαρά, κι ας είναι τα πτυχία σου πλαστά, φτάνει να μη χάσω την πελατεία μου». Και στην Κύπρο πριν γίνουμε καλοί δάσκαλοι και καθηγητές (ο μισός μας πληθυσμός είναι εκπαιδευτικοί!) υπήρξαμε φυσικά καλοί μαθητές. Και δε θα σταματήσουμε ποτέ να είμαστε μαθητές, δε θα μπορέσουμε ποτέ να κοιτάξουμε έξω από το πλαίσιο και να διδάξουμε τους δικούς μας μαθητές πως πρέπει να δυσπιστούν. Δεν, δεν, δεν…

Είμαστε η χώρα του «Δεν Ξεχνώ» σε όλα και παντού, αλλά ξεχνάμε πόσα άδεια μυαλά είναι σε θέσεις που δε θα έπρεπε να είναι. Μια ματιά στο γραπτό των Νέων Ελληνικών φέτος στις Παγκύπριες Εξετάσεις φτάνει να καταλάβει κάποιος, ότι η Κύπρος είναι η χώρα όπου το μέλλον θυμίζει τόσο παρελθόν! Είμαστε ένα κράτος περιστοιχιζόμενο από κουμπάρους, συμπεθέρες, ναφθαλίνες, απατεώνες και γλύφτες, πλαστά πτυχία, πλαστή ζωή. Α, είμαστε και της σούβλας και του μερσεντές!

13308245_1126668220709097_3028016789794042976_o

Ένα καλοκαίρι

Φέτος δε λέει να ‘ρθει το καλοκαίρι. Όπου πηγαίνεις χειμωνιά: βροχή, αέρας, λάσπη. Κάποιες κλεφτές ηλιοστιγμές από τύχη μας κάνουν «τσα» και φτου εξαφανίζονται στο πρώτο χειροκρότημα. Εκεί που φέγγει λίγο ο ήλιος έρχεται πάλι απροσδόκητα η καταιγίδα, δριμύτερη κι αφήνει πίσω της πάντα λασπόνερα. Ώσπου να στεγνώσουν αυτά στεγνώνουν και οι άνθρωποι.

Κάπου μυρίζει καλοκαίρι. Η άμμος χρυσίζει και τσούζει τις πατούσες των ποδιών ηδονικά, που χώνονται όλο και πιο βαθιά να ζεσταθούν και ν’ αγκαλιάσουν τις διπλανές πατούσες… να διώξουν το χειμώνα των τελευταίων χρόνων. Κάπου ακούγονται οι ρακέτες ρυθμικά που σ΄ αποκοιμίζουν σαν νανούρισμα και το οβάλ καρπούζι δροσίζεται στο κύμα για να ξεδιψάσει τα καμένα χείλη. Κάπου είναι καλοκαίρι και τα βάσανα του κόσμου από ελέφαντες μοιάζουν με μυρμήγκια και οι επιθυμίες εκπληρώνονται χωρίς αποχές και ενοχές. Απλά, απέριττα, ηλιόλουστα.

Κάπου δεν θα γράφουμε για το καλοκαίρι, θα το ζούμε.

12647558_10153760884665590_9162045608296470847_n

Ριζοκάρπασο, Κύπρος

Gloomy Sunday

Είναι οι Κυριακές που περνάμε σε σπίτια γεμάτα κόσμο και δεν μιλάμε, δεν ακούμε, δεν υπάρχουμε. Όσο η μοναξιά μας πίνεται σε καφέδες και ποτά χωρίς πόθο μόνο κατάποση. Όσο ακόμα περιμένουμε τον έρωτα, που δεν έκανε τον κύκλο του να γυρίσει πίσω με μιαν αγάπη κι ένα πάθος σε αγκαλιές και όχι λόγια, άχρονος, μη αντιστρέψιμος. Όσο οι φιλίες χάνονται άσκοπα, άδικα, αδικαιολόγητα, άγαρμπα.  Όσο κρυβόμαστε από τους εαυτούς μας, τα θέλω μας, τα όχι και τα ναι. Όσο ο καρκίνος τρυπώνει κάτω από το πετσί κάθε μέρα, κάθε μήνα, τις γιορτές και τις αργίες, κοιμάται, ξυπνά για πόσο ακόμα. Όσο η θάλασσα ξεβράζει κορμιά και θαλασσόξυλα που θα στοιχειώνουν συνειδήσεις. Όσο οι άνθρωποι ξυπνάνε τις Δευτέρες χωρίς δουλειά, χωρίς φαί, χωρίς σπίτι, χωρίς πατρίδα. Όσο οι Κυριακές χωρίς λιακάδες και ανοιχτά παράθυρα κρατάνε μήνες.  Όσο εσύ λείπεις γιατί ο θάνατος δεν χωνεύεται με τίποτα. Όσο η Sinead φεύγει για να χαθεί.

13221420_1124243990951520_8639218798948447770_o

 Μόναχο, 2016

 

 

 

 

Ζήλεια ζαβή

Bλέπω καθημερινά την ομορφιά, την αγάπη, τον έρωτα, την ποίηση, αυτά τα ωραία και μεγάλα στα πιο μικρά πράγματα του μικρόκοσμού μας. Βλέπω ακόμα την ασχήμια, την γκρίνια, τον πόνο, την αρρώστια, την απώλεια να βαραίνει τη ζυγαριά της ζωής όλο και περισσότερο. Βλέπω όμως και την αναθεματισμένη ζήλεια του άλλου (γιατί αυτός/ή και όχι εγώ) και το θόρυβο που κάνει αυτή η ζαβή ζήλεια όση σιωπή και αν υπάρχει. Πολλή ζήλεια όμως, μ έναν αέρα σιγουριάς «εγώ είμαι καλύτερος».
Αφού ο διάβολος όλους θα μας πάρει, άσε τον άλλο να ζήσει όπως αυτός επιλέγει και μη ζηλεύεις και τη σκιά του.

13260193_10154025998600590_1502151074544576171_n