Στον τόπο μου, την Κύπρο συμπεριφερόμαστε περίεργα προς τη φύση. Τσιμεντώνουμε τις αυλές για να μην φυτρώνουν ξερόχορτα, ξεριζώνουμε τα κλήματα, τις ελιές και ό, τι άλλο φυλλοβόλο έχουμε κληρονομήσει σε τούτη τη γη για να είναι όλα καθαρά. Στη θέση τους φυτεύουμε δέντρα εισαγωγής και φοίνικες για να νιώθωμε και μεις «ψηλοί» μέσα στα «παλάτια» μας. Αγοράζουμε εξωτικά πουλιά, παπαγάλους χρωματιστούς, καναρίνια και πυθώνες, αλλά διαλύουμε με οργή τις φωλιές των χελιδονιών, γιατί λερώνουν τις μαρμάρινες βεράντες μας.
Κι όταν σπάνια στις αυλές της Κύπρου βλέπω μουσμουλιές θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τούτα τα δέντρα γίνονταν σκιά για μας τα παιδιά να ξεκουραστούμε απ΄το ατελείωτο παιχνίδι στο δρόμο, όταν άνθιζαν στόλιζαν τα σπίτια σαν νύφες και μοσχομύριζε όλη η γειτονιά.
Η μουσμουλιά είναι έργο τέχνης και μεγάλωσε μαζί μου. Πρασινίζει, ανθίζει, καρπίζει, γυμνώνεται και ξανά από την αρχή, όπως τις ζωές μας.
-Σαν τα μάθκια σου, τα δκυό να την σσιέπεις κόρη μου, μου είπε η γιαγιά μου λίγο πριν «φύγει».
Σαν τα μάτια μου κι εγώ την προσέχω ακόμη στην αυλή μου.
Κύπρος, Απρίλης 2017