Η μουσμουλιά

Στον τόπο μου, την Κύπρο συμπεριφερόμαστε περίεργα προς τη φύση. Τσιμεντώνουμε τις αυλές για να μην φυτρώνουν ξερόχορτα, ξεριζώνουμε τα κλήματα, τις ελιές και ό, τι άλλο φυλλοβόλο έχουμε κληρονομήσει σε τούτη τη γη για να είναι όλα καθαρά. Στη θέση τους φυτεύουμε δέντρα εισαγωγής και φοίνικες για να νιώθωμε και μεις «ψηλοί» μέσα στα «παλάτια» μας. Αγοράζουμε εξωτικά πουλιά, παπαγάλους χρωματιστούς, καναρίνια και πυθώνες, αλλά διαλύουμε με οργή τις φωλιές των χελιδονιών, γιατί λερώνουν τις μαρμάρινες βεράντες μας.
Κι όταν σπάνια στις αυλές της Κύπρου βλέπω μουσμουλιές θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια. Τούτα τα δέντρα γίνονταν σκιά για μας τα παιδιά να ξεκουραστούμε απ΄το ατελείωτο παιχνίδι στο δρόμο, όταν άνθιζαν στόλιζαν τα σπίτια σαν νύφες και μοσχομύριζε όλη η γειτονιά.
Η μουσμουλιά είναι έργο τέχνης και μεγάλωσε μαζί μου. Πρασινίζει, ανθίζει, καρπίζει, γυμνώνεται και ξανά από την αρχή, όπως τις ζωές μας.

-Σαν τα μάθκια σου, τα δκυό να την σσιέπεις κόρη μου, μου είπε η γιαγιά μου λίγο πριν «φύγει».

Σαν τα μάτια μου κι εγώ την προσέχω ακόμη στην αυλή μου.

13007269_10153952182795590_181758103470837618_n

Κύπρος, Απρίλης 2017

Πιθανότητες

Βράδια που τελειώνουν καλά. Κι ακουλουθεί ένα πρωινό μαζί, που όλα ακόμα είναι εκεί. Κι ας μην το φαντάζεσαι. Και κάνεις σχέδια για τις επόμενες ώρες, μέρες, μήνες. Για ένα καλοκαίρι μαζί κι ας είναι χειμώνας. Για μια ζωή που λούζεται πολύ από ήλιο κι ας βρέχει οκτώ μήνες το χρόνο. Αυτό το μαζί που δεν ειπώθηκε ποτέ, ούτε στα κλίκ, ούτε στα μάτια, ούτε στις λέξεις. Αλλά το μαζί είναι ακόμη ζωντανό μέχρι να σκοντάψεις πάλι στις πληγές σου, αυτές που είναι μέσα σου, εκεί κοντά στην καρδιά. Και αρχίζει το πόδι σου ν΄ανεβοκατεβαίνει νευρικά, γιατί τα σχισμένα μέσα σου δεν ράβονται ούτε με τις πιο χοντρές βελόνες και γίνεσαι πάλι κόμπος στο λαιμό και το σώμα. Κόμπος που δεν λύνεται, μικραίνει, μεγαλώνει, αλλά είναι εκεί. Μόνιμα. Και κανείς δεν μπορεί να σε διαβάσει.

Τύχη μεγάλη να μπορεί κάποιος, κάποτε να σε διαβάσει.

Ιππολύτη

Ξυπόλητη, ανυπόδητη,

μια λύπη απόλυτη.

Και η ζώνη;

Αχ Ιππολύτη!

Σε μια καταδίκη δεμένη, εκτεθειμένη περιμένεις,

τον θάνατο καρτερικά υπομένεις.

Οι Αμαζόνες θαραλλέα πολέμησαν για σένα.

Με σένα  πιο γενναία από ποτέ.

14364744_10154328265415590_7505913621222945318_n

Συλλογές

Από μικρή έκανε διάφορες συλλογές: γραμματοσήμων, παλιών νομισμάτων, μαυρόασπρων φωτογραφιών, κοχυλιών. Μεγαλύτερη μάζευε κουτιά βιντάζ, παλιές καρτποστάλ, ασημένια μαχαιροπήρουνα, παλιά σκληρόδετα βιβλία, δίσκους βινυλίου, πνευστά όργανα. Ζούσε μόνη με τις συλλογές της: τις γυάλιζε, τις στόλιζε, τις φρόντιζε σαν παιδιά της. Κανένας σύντροφός της δεν μπορούσε να συναγωνιστεί τα «παιδιά» της.  Δεν χωρούσαν όλοι στο ίδιο σπίτι, στον ίδιο χώρο, στο ίδιο κρεβάτι.

Περνούσα τις προάλλες έξω από το σπίτι της αργά το βράδυ. Κοντοστάθηκα όταν είδα τα μάτια της ορθάνοιχτα να με κοιτάνε εκεί στη βεράντα, που ήταν ξαπλωμένη σ΄έναν φθαρμένο καναπέ.

-Μη κάνεις θόρυβο. Τα παιδιά κοιμούνται μέσα κι εγώ ήρθα στο δικό μου κρεβάτι, μου είπε  δείχνοντας με το δάχτυλο το εσωτερικό του σπιτιού της.

Από καθαρή περιέργεια προσπάθησα να δω τα «παιδιά» της. Ήταν όλα εκεί στολισμένα, γυαλισμένα, απλωμένα παντού. Οι συλλογές της πήγαν για ύπνο.

Μετά από λίγες μέρες έμαθα ότι την βρήκαν οι χωριανοί νεκρή στον κάναπε της βεράντας. Και οι συλλογές τώρα τι θ΄απογίνουν, αναρωτήθηκα.

Εκείνος κι εκείνη

Ζευγάρι σαράντα χρόνια. Στο ίδιο κρεβάτι κάθε νύχτα. Στο θόρυβο και τις σιωπές τους. Εκείνος της ζεσταίνει τα πόδια όταν αυτή κρυώνει κι αυτή τον παίρνει αγκαλιά στους εφιάλτες του. Εκείνη φροντίζει για το νερό στο κομοδίνο του κι εκείνος για το ξυπνητήρι στο κομοδίνο της. Στο ίδιο κρεβάτι τόσα χρόνια. Στα γεννητούρια και τις κηδείες. Κάθε νύχτα, κάθε ξημέρωμα μαζί. Σαράντα ολόκληρα χρόνια. Σχεδόν μισός αιώνας.

Της ζεσταίνει τα πόδια, γιατί αυτή πάντα κρυώνει. Είναι μια άνοιξη που μυρίζει ήδη καλοκαίρι κι αυτή ακόμα κρυώνει. Και δε ψάχνει πια τα πόδια του. Δεν φέρνει πια νερό στο κομοδίνο. Δεν χρειάζεται να ξυπνήσει νωρίς το πρωί. Εκείνος δεν κοιμάται πια για να μην έχει εφιάλτες. Αν αποκοιμηθεί από την κούραση τότε κλαίει στον ύπνο του και ξυπνά ιδρωμένος απλώνοντας το χέρι του στο μαξιλάρι της.  Σαράντα ολόκληρα χρόνια. Στο ίδιο κρεβάτι, στην ίδια ζωή, στο ίδιο σώμα.

Τώρα χωρίς αυτήν ζει έξω από το σώμα του.

Γη της λεμονιάς και της πορτοκαλιάς

Η γη που γεννήθηκα μοσχοβολούσε από τα πορτοκάλια και τα λεμόνια.

Φρούτα λαμπερά με χυμούς και μέλι εμποτισμένα,

όπως τους ανθρώπους που τα φρόντιζαν στα περβόλια τους.

Τ΄αφήσαμε πίσω μας πάνω από σαράντα χρόνια.

Άλλοι κόβουν τούτους τους καρπούς, άλλοι τους γεύονται πια.

Φυλλομετρούμε την ιστορία με ψηφίσματα, ψηφιδωτά, ψέμματα.

Φυλλομετρούμε τις πληγές, τις δικές μας και των απέναντι

με ανεπίδοτες υποσχέσεις , ελπίδες και αναπάντητα γιατί.

Φυλλομετρούμε το χρόνο με αναμνήσεις και δάκρυα.

Η γη που με φιλοξενεί μοσχοβολά ακόμη πορτοκάλια και λεμόνια.

Ευχαριστώ την.

17837427_10154956592460590_2139535731_o(1)