Φίλος

Ο φίλος είναι εκεί όταν σε βλέπει να γκρεμοτσακίζεσαι, να έχεις γονατίσει στο χώμα ξανά και ξάνα, να τρως τα μούτρα σου, τις απογοητεύσεις, τα όχι. Ο φίλος που ξυρίζει το κεφάλι του γιατί σε ξύρισε εσένα η αρρώστια, σε μάζεψε μεθυσμένο πολλά βράδια γιατί ο έρωτας δεν ήταν έρωτας, ο φίλος που σε τρελαίνει στο αμάξι με τις λέξεις και τις μουσικές όταν εσύ δεν μπορείς ν΄αρθώσεις ούτε μια συλλαβή, ούτε έναν φθόγγο. Ο φίλος που σου μαγειρεύει και όταν ακόμη αρνείσαι πεισματικά να φας. Ο φίλος που αγαπά το δικό σου μοναδικό, πανέμορφο σώμα και πρόσωπο με τις ουλές και τα σημάδια του. Αυτό είναι το πρόσωπο του πραγματικού φίλου.

Post it

Ζούμε με τα «memories»,

τα «σαν σήμερα»

πριν ένα, δύο, τρία, δέκα χρόνια

κάνουμε στοίβα τα κενά μας

αλλάζουμε τα ρούχα στις ντουλάπες

με όσα αποθέματα κουβαλάμε.

Θ΄αρχίσω να γράφω τις λύπες μου σε post it.

Το προξενιό

Η μάνα είχε ανοίξει το μεγάλο σαλόνι του σπιτιού. Άσπροι κρίνοι στα βάζα- ήταν μήνας Απρίλιος και είχαμε μπόλικους στην αυλή-,  το κεντητό τραπεζομάντηλο της γιαγιάς είχε στρωθεί στο τραπέζι με το καλό σερβίτσιο να λάμπει, και τα καλοσιδερωμένα σόγια είχαν ήδη βυθιστεί στους μεγάλους καναπέδες του σαλονιού. Η αδελφή μου είχε φορέσει το μπεζ μεταξωτό φόρεμα που της έφερε η θεία Μάρθα κάποτε από ένα ταξίδι, φαινόταν πως την στένευε, το ίδιο και οι λουστρινένιες γόβες κι αυτές δανεικές από την μάνα μας.  Δεν θυμάμαι ποτέ το Λενιώ μας να φοράει γόβες. Την έβλεπα να κρατάει με το δεξί της χέρι το μαργαριταρένιο κολιέ και να στριφογυρνάει σ΄ αυτό τα δάχτυλά της, που έμοιαζαν ιδρωμένα.  Ο «γαμπρός» ο κύριος Τομ, ο Αυστραλός, που φήμες λένε, πως ήρθε στον Βόλο για να κάνει μπίζινες και να βρει μια καλή κοπέλα, μια σωστή σύζυγο θρονιάστηκε στην μεγάλη πολυθρόνα ακριβώς απέναντι απ΄ το Λενιώ.

Εγώ, η τέταρτη και τελευταία κόρη της οικογενείας, παρατηρούσα με περιέργεια τον Αυστραλό: χλωμός και ξερακιανός σαν το καλάμι, με κάτι τεράστια γυαλιά σαν κιάλια κρατούσε το λικέρ τριαντάφυλλο που τον είχε κεράσει η μάνα μας ολόχαρη, αφού το έφτιαξε με τα χεράκια της. Κρατούσε το ποτήρι και δεν το κρατούσε, ένα πράμα παράξενο. Τα χέρια του έτρεμαν και θαρρείς, πως ανά πάσα στιγμή θα λέκιαζε με το λικεράκι το γκρίζο του κουστούμι. Εκείνο όμως που μου τράβηξε πιο πολύ την προσοχή ήταν τα δάχτυλά του: λεπτεπίλεπτα και κοκαλιάρικα με φαγωμένα νύχια, σαν να μαρτυρούσαν πως δεν δούλεψε ποτέ σε χωράφια, ή δεν άρμεξε ποτέ κατσίκια ή δεν μάζεψε ποτέ ελιές από τα λιόδεντρα. Άραγε διάβαζε πολλά βιβλία, ή έπαιζε πιάνο ή μετρούσε δολάρια σε τράπεζα; Τι στο διάβολο γύρευε από την φαμίλια μας τούτος ο άντρας απ΄ τα ξένα; Τι να έχει να πει με το Λενιώ μας, που όλο και πιο πολύ την έσφιγγαν οι δανεικές της γόβες και το κολιέ φαινόταν  σαν θηλιά στο λαιμό της;

Η γραβάτα

«Χρειάζομαι οπωσδήποτε χρήματα. Με κάθε θυσία», σκέφτηκα και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ήταν περασμένες τρεις τα ξημερώματα και κανονικά έπρεπε να φύγω. Αλλά ήθελα να προκαλέσω τη μοίρα μου, να της κλείσω το μάτι, να την καλοπιάσω. Απόψε είχα χάσει ό,τι είχα και δεν είχα. Μ΄ έσφιγγε η γραβάτα. Αυτή η μανία μου να δένω την γραβάτα με τόση προσοχή, ακόμη και η πτυχή κάτω από τον κόμπο έπρεπε να είναι στην εντέλεια. Η γραβάτα με έκανε πάντα να ιδρώνω στην εταιρεία. Δούλευα σαν σκυλί, για να πλουτίσω. Με ωραίες γραβάτες και με τον ιδρώτα της δουλειάς. Τώρα παρατηρώ γύρω μου αυτούς που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος του διπλανού τους. Βυθίζονται στις καρέκλες και κοιτάνε επίμονα τα χαρτιά, τους αριθμούς, κάνουν υπολογισμούς, μετράνε πιθανότητες επιτυχίας κι ευτυχίας. Ποντάρουν σε τυχερούς αριθμούς, που στο τέλος μπορεί να είναι άτυχοι, ποντάρουν ξανά και ξανά χάνοντας αυτά που κέρδισαν ή κερδίζοντας αυτά που ποτέ δεν είχαν.

Η γραβάτα με στενεύει όλο και πιο πολύ. Έβαλα το δάχτυλο στον κόμπο της, λίγο πριν ρίξω για τελευταία φορά τα χαρτιά στη τσόχα. «Χρειάζομαι τα χρήματα, γαμώτο», επαναλάμβανα την φράση αυτή μέσα μου. Τα χρειάζομαι για εκείνη. Όσα κι αν της δίνω, ζητάει αχόρταγα άλλα τόσα. Κι αν κάποια στιγμή ξεμείνω από λεφτά; Η γραβάτα με πνίγει πολύ. Σαν θηλιά τυλίγεται γύρω από τον λαιμό μου. Οι συμπαίχτες μου περιμένουν να παίξω. Με κοιτάνε ανυπόμονα αρκετά λεπτά. Ιδρωμένος λύνω την γραβάτα και την πετάω στο πάτωμα.  Ρίχνω το τελευταίο μου χαρτί.  Τα παίζω όλα για όλα. Ποντάρω ό,τι έχω και δεν έχω.  Δεν με νοιάζει αν τα χάσω όλα. Τώρα δεν με σφίγγει πια η γραβάτα.