Όταν το σώμα πονεί

Θα κλάψω απόψε για όλα τα βράδια που δεν σε φίλησα

για τις ηδονές που δεν σε πότισα

για τις μέρες που δεν σου μαγείρεψα

για τις λέξεις που στέγνωσαν στο στόμα μου

θα κλάψω για τη φωνή σου που δεν άκουσα

για τα λεπτά που άργησες

για τα χαλίκια στα χέρια μου

για το ουρλιαχτό στο μαξιλάρι

θα κλάψω για τα ζευγάρια που λαχανιάζουν

για τον φρικτό πόνο της επιθυμίας

για τα σώματα που δεν συναντήθηκαν ποτέ

για τα κλειστά μάτια και τις ανοιχτές παλάμες που ψάχνουν

θα κλάψω για σένα και  για μένα.

Υπάρχει μεγαλύτερη απελπισία από τον έρωτα;

Μην πατάς στ΄όνειρό μου

«Είναι εκείνος ο πόνος που δεν έφυγε ποτέ», φώναξα και ξύπνησα ιδρωμένη. Ήταν εφιάλτης. Ήμουν λέει, ξαπλωμένη στο κρεβάτι του ξενοδοχείου σε μια επαρχιακή πόλη έξω από το Παρίσι. Και ανάμεσα στο στήθος μου ήσουν κρυμμένος εσύ. Δεν ανέπνεες όμως, τα μάτια σου ήταν κλειστά και το στόμα σου ανοιχτό. Και τα χέρια μου, αχ τα χέρια μου γύρω από το λαιμό σου κι εγώ σου ψιθύριζα «γιατί πάγωσες, γιατί δεν είσαι εδώ;».

Το ξενοδοχείο όπου μέναμε είχε μια μεγάλη αυλή και στη μέση ένα τεράστιο στρογγυλό τραπέζι. Το τραπέζι ήταν στρωμένο με γλυκά και πάνω είχε ένα πορσελάνινο σετ τσαγιού. Στη μέση υπήρχε ένα βάζο με ψηλά λευκά κρίνα. Και μεις καθόμασταν αντικριστά, μα τα κρίνα έκρυβαν τα πρόσωπά μας. Ξαφνικά πλήθη κόσμου, βαβούρα, μεγάλος συνωστισμός μαζεύτηκε γύρω από το τραπέζι. Έμοιαζε πως θα γινόταν μια μεγάλη γιορτή. Το τσάι όμως είχε τελειώσει και τα γλυκά δεν έφταναν για όλους του καλεσμένους. «Και τώρα τι θα κάνουμε με τόσο κόσμο χωρίς τσάι και κεραστικά;» γύρισα προς εσένα με ανησυχία. Σ΄έψαχνα απέναντί μου, μέσα στην πολυκοσμία, μα εσύ δεν υπήρχες πουθενά. Δεν καθόσουν πια στο τραπέζι, ούτε σε είδα άναμεσα στους άλλους γύρω μας. Κι ο κόσμος γινόταν όλο και πιο λίγος κι εγώ καθόμουν σ΄ένα άδειο τραπέζι κι έβλεπα τα κρίνα να με κοιτάνε με απορία: «πού πήγε η ανθρώπινη χαρά, πού πήγε εκείνος, που εξαφανίστηκες;». Και ξαφνικά έπιασε βροχή και σκοτείνιασε ο τόπος.

Ξύπνησα αλαφιασμένη. Κοίταξα το ρολόι δίπλα στο κομοδίνο. Ήταν τρεις τα ξημερώματα. Έκανε αφόρητη ζέστη εκείνο το βράδυ. Άναψα το μικρό φωτιστικό και ήπια μια γουλιά νερό από το μισογεμάτο ποτήρι. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Κοίταξα την στοίβα από τα βιβλία πάνω στο κομοδίνο και πήρα το τρίτο από τα πέντε που έχω αφήσει αδιάβαστα εδώ και καιρό. Πήρα εκείνο που μου χάρισες. «Οι μεγάλες αγάπες πάντα συμβαίνουν, δεν γίνονται», μου είχες γράψει στη δεύτερη του σελίδα.

Δεν προλάβαμε να ζήσουμε τον έρωτά μας. Δυο παιδιά εγώ, τρία εσύ. Ζωές σε γάμους που νέκρωσαν χρόνια τώρα. Σ΄ερωτεύτηκα ακαριαία στην πρώτη μας συνάντηση εκείνη την ανοιξιάτικη βραδιά στο σινεμά. Με πάτησες κατά λάθος όταν πέρασες για να καθίσεις δίπλα μου. Απολογήθηκες μ΄ εκείνη την γλύκα και ευγένεια των λίγων πια ανθρώπων γύρω μας. Άκουγα την ανάσα σου σ΄όλη τη διάρκεια της ταινίας κι ένιωθα τις αμήχανες στιγμές σου όταν με κοιτούσες στα κλεφτά. Συστηθήκαμε στο τέλος του έργου. Έγιναν όλα τόσο γρήγορα. Ένας ξαφνικός έρωτας που περιμέναμε και οι δυό να μας συμβεί χρόνια. Κι ας μην το παραδεχτήκαμε ποτέ. Όνειρα, σχέδια που έμειναν σχέδια, αποχαιρετισμοί.

Δεν μπόρεσες ποτέ να φύγεις από το σπίτι σου. Από τη γυναίκα και τα παιδιά σου. Το τελευταίο μας βράδυ, μου ψιθύρισες στ΄αυτί όταν με κρατούσες αγκαλιά στο κρεβάτι, πως τόσα χρόνια με περίμενες, πόσο εξαίσια παράλογο είναι αυτό που μας συμβαίνει, πως εσύ είσαι ο άλλος όπως είπε και ο Ρεμπώ. Πως αυτός ο έρωτας μας είναι ακατάλυτος και μοναδικός. Έφυγες πριν ξημερώσει, πατώντας ανάλαφρα στο πάτωμα να μην σ΄ακούσω.

Έλλειψη

Κουβαλώ βδομάδες τώρα ένα βούρκωμα στο στήθος

ένα τεράστιο ωμέγα στην κοιλιά, που ξεφυσάω κάθε μέρα.

Απ΄το σώμα μου λείπει ένα κομμάτι όταν εσύ λείπεις

και μαζεύω λίγο-λίγο τον πόνο μου.

Με βασανίζει η έλλειψή σου

μα το ρω του έρωτα δεν λέει να σωπάσει.

Πως μπορεί να μου λείπει κάτι που δεν είχα ποτέ;

Έρωτας

Αναζητώ εσένα όπως το βρέφος το βυζί της μάνας του
ένα άγγιγμα που ξεκινάει μια ισόβια πράξη.
Κάνω δυο τζούρες απ’ το τσιγάρο σου
εκεί ανάμεσα στο δέρμα και τα δάχτυλά σου.
Ακούω τις μουσικές που αγαπάς
και κρατάω σε κίτρινα χαρτάκια τους στίχους που λατρεύεις.
Σου γράφω ερωτικές επιστολές
και σβήνω τις αποχές, τις ενοχές και τις ελλείψεις.
Ξεκιναώ τα χιλιόμετρα
αναθεωρώ, προχωρώ, επιστρέφω.
Ένα διαρκές μπρος-πίσω σε λεπτά και ζωές
χιλιόμετρα  μέσα μου, μέσα σου.
Θα ‘ρθεις;
Παίζουμε κρυφτό και μαδάμε μαργαρίτες
σαν εραστές που δεν πρόλαβαν την μυρωδιά του ιδρώτα τους.

Παλλόμενη αναρχία

Στηθοσκόπιο στην πλάτη και το στήθος
βαθιές αναπνοές
λεπτά σιωπής.
«Η καρδιά σας μετατοπίστηκε»
κι αυτή χαμογελάει
με το καρδιογράφημα στο ένα χέρι
και το τσιγάρο στ΄άλλο
κάθεται στ΄αμάξι με τη μουσική στην διαπασών.
Ακούει την παλλόμενη αναρχία της
όσοι έρωτες της έχουν λάχει
όσα ραγίσματα και μετατοπίσεις βρέθηκαν στην πορεία της
όσες λέξεις και τραγούδια γράφτηκαν γι΄αυτά
τα τριακόσια γραμμάρια παλλόμενης αναρχίας.
Αυτό το θαυμαστό όργανο η καρδιά.