Οι πορνηρές γυναίκες αερίζουν τα φουστάνια τους στον ήλιο, αφήνουν τη ζουμεράδα τους σε κάθε κύτταρο να ξεχειλίζει ορατή, πληθωρική κι ακομπλεξάριστη, τονίζουν τα κόκκινα τους χείλη στα σκοτεινά δωμάτια, παίζουν τα δάχτυλά τους στα μαλλιά, λιγώνουν στα σιροπιαστά, ρουφάνε το μεδούλι, περπατάνε ηδονικά ξυπόλητες στην καυτή άμμο για να δροσίσουν στη συνέχεια τις διπλανές πατούσες.
Οι πορνηρές γυναίκες είναι εκείνες οι γυναίκες, που εκτοξεύουν την ευαισθησία με ουρλιαχτά κι απειλές, που ζηλεύουν και κακιώνουν φωναχτά από ανασφάλεια θηλυκιά, που δεν φοράνε ρόλους κακοπαιγμένους κι αταίριαστους, που σωπαίνουν όταν ο πόνος μεγαλώνει κι ο έρωτας σβήνει φαρμακερά με τα γιατί να κρέμονται σαν μανταλάκια σ΄ ένα σχοινί ξεχαρβαλωμένο.
Οι πορνηρές γυναίκες σαγηνεύουν αδιάκοπα όχι χυδαία, λύνουν και δένουν ό, τι πέσει στα χέρια τους, δεν μυρμηγκιάζουν στο φόβο και τα εμπόδια, επιθυμούν και πεθυμιούνται χωρίς αποχές κι ενοχές, αναζητούν και ζουν την άνευ όρων δίχως αρχή και τέλος συνύπαρξη, «αιχμαλωτίζουν» την αιωνιότητα στις στιγμές.
Οι πορνηρές γυναίκες τυραννούν τόσο, όσο αρκεί να τις ερωτευτείς δίχως αρχή και τέλος.
Sophia Loren, David Seymour, Rome. 1955.