Οι πορνηρές γυναίκες

Οι πορνηρές γυναίκες αερίζουν τα φουστάνια τους στον ήλιο, αφήνουν τη ζουμεράδα τους σε κάθε κύτταρο να ξεχειλίζει ορατή, πληθωρική κι ακομπλεξάριστη, τονίζουν τα κόκκινα τους χείλη στα σκοτεινά δωμάτια, παίζουν τα δάχτυλά τους στα μαλλιά, λιγώνουν στα σιροπιαστά, ρουφάνε το μεδούλι, περπατάνε ηδονικά ξυπόλητες στην καυτή άμμο για να δροσίσουν στη συνέχεια τις διπλανές πατούσες.

Οι πορνηρές   γυναίκες είναι εκείνες οι γυναίκες, που εκτοξεύουν την ευαισθησία με ουρλιαχτά κι απειλές, που ζηλεύουν και κακιώνουν φωναχτά από ανασφάλεια θηλυκιά, που δεν φοράνε ρόλους κακοπαιγμένους κι αταίριαστους, που σωπαίνουν όταν ο πόνος μεγαλώνει κι ο έρωτας σβήνει φαρμακερά με τα γιατί να κρέμονται σαν μανταλάκια σ΄ ένα σχοινί ξεχαρβαλωμένο.

Οι πορνηρές γυναίκες σαγηνεύουν αδιάκοπα όχι χυδαία, λύνουν και δένουν ό, τι πέσει στα χέρια τους, δεν μυρμηγκιάζουν στο φόβο και τα εμπόδια,  επιθυμούν και πεθυμιούνται χωρίς αποχές κι ενοχές, αναζητούν και ζουν την άνευ όρων δίχως αρχή και τέλος συνύπαρξη,  «αιχμαλωτίζουν» την αιωνιότητα στις στιγμές.

Οι πορνηρές γυναίκες τυραννούν τόσο, όσο αρκεί να τις ερωτευτείς δίχως αρχή και τέλος.

13466257_1710243529225792_2811778272304173748_n

Sophia Loren, David Seymour, Rome. 1955.

 

Μέχρι το επόμενο πένθος;

Κάπου στη μέση των διακοπών, θάλασσα, αλμύρα, γυμνό δέρμα, καύσωνας, χάρτες νησιών, ολοστρόγγυλα φεγγάρια, έναστροι ουρανοί.  Κάπου στη μέση των διακοπών, σχεδόν κάθε καλοκαίρι τα κακά μαντάτα: σεισμοί, πόλεμοι, πυρκαγιές, πλημμύρες, θάνατοι γνωστών και αγνώστων. Και εμείς πατάμε το pause στις διακοπές χάσκοντας με μια υπαρξιακή αγωνία. Ο χρόνος μας βρίσκει καθηλωμένους να μετράμε ηλιοβασιλέματα, πεφτάστερα και ταυτόχρονα να μετράμε τη ζωή μας στα «ήταν» και στα «θα».

Μερικοί ξεστομίζουμε εξυπνάδες και βλακείες που δεν σταματάνε μπροστά στο θάνατο, που δεν συμπονούν, που δεν το βουλώνουν μπροστά στη φρίκη ενός ολέθρου. Άλλοι χάσκουμε εθελοτυφλώντας σοκαρισμένοι. Οι εναπομείναντες ζωντανοί «γλυτώσαμε» από τύχη, από συγκυρίες, από τι; Εμείς οι ζωντανοί τρώμε κόλυβα και πενθούμε μέχρι το επόμενο Πένθος. Εμείς οι ζωντανοί οφείλουμε να αντιστεκόμαστε στο φόβο, να είμαστε δίπλα στους ανθρώπους που κουβαλάνε το σταυρό τους, να δίνουμε κουράγιο, να κρατάμε μακριά τη γρουσουζιά, την αλητεία των λίγων και να μη συνηθίζουμε την κάθε καταστροφή, το κάθε μακελειό σε ανθρώπινες ζωές και σε ιστορικά μνημεία. Ποτέ δεν ξέρεις άλλωστε πότε θα αποχαιρετιστούμε.

13256137_10154032974115590_1368466970195643610_n

Προσφυγιά

Γεννήθηκα στην Αμμόχωστο και όταν έμαθα να περπατώ ξεριζωθήκαμε. Ο φόβος, ο θυμός, ο πόνος, η αβεβαιότητα, η απελπισία, οι λιγοστές οικογενειακές φωτογραφίες και μερικά παιδικά ρούχα ήταν όλα μας τα υπάρχοντα σε τρεις βαλίτσες που φέραμε στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου. Μεγάλωσα σ΄ ένα σπίτι ακούγοντας επανειλημμένα : «είμαστε πρόσφυγες, θα πάμε πίσω στα σπίτια μας σύντομα». Και τους κοιτούσα πάντα με τρομαγμένα μάτια, τεράστια και πάντα ανοιχτά, περιμένοντας αυτό το «επιστρέφω στο σπίτι μου».

Έχουν περάσει σαράντα και κάτι χρόνια- η εδώ προσφυγιά είναι συνομήλική μου- και αυτό το σύντομα δεν έχει έρθει ακόμα. Το 2005, με το άνοιγμα των συνόρων επισκέφτηκα τη γενέτειρα πόλη μου από καθαρή περιέργεια, γιατί να νιώθω πρόσφυγας στην ίδια μου τη χώρα. Δεν ένιωσα καμιά συγκίνηση. Μήτε λύπη μήτε χαρά. Όλα τα αισθήματα είχαν εξαντληθεί. Τα μάτια μου ήταν άδεια απέναντι στον «τόπο» μας, όπως αδειάζει ένα σακούλι γεμάτο ζάχαρη σ΄ένα δοχείο. Η αγωνία και η λύπη είχανε ξοδευτεί πριν πάμε εκεί, στα «σπίτια» μας.

Βλέποντας τους πρόσφυγες από την Συρία, το Αφγανιστάν,  τα ανθρώπινα ποτάμια να κυλούν απεγνωσμένα προς κάθε κατεύθυνση για επιβίωση ανακαλώ στη μνήμη τη δική μας προσφυγιά με την τουρκική εισβολή του ΄74. Ντρέπομαι, πονάω, έρχονται όλα πίσω στο μυαλό και το στομάχι μου, μια ιστορία που επαναλαμβάνεται και εγώ παθητικός θεατής. Ο κάθε πρόσφυγας μεγαλώνει με την αγωνία, τον φόβο και τη σιωπή. Άλλωστε τι να πεις όταν φοβάσαι, όταν θρηνείς, όταν οι άνθρωποί σου αγνοούνται και σκοτώνονται άδικα.

Δεν προσπαθώ να συγκρίνω τα ασύγκριτα, ούτε να παραλληλίσω καταστάσεις. Το μόνο που σκέφτομαι καθημερινά και σε κάθε Παγκόσμια Ημέρα της Προσφυγιάς (τι ακριβώς γιορτάζουμε δεν καταλαβαίνω) είναι πως η προσφυγιά είναι μια χαίνουσα πληγή. Και όταν ακούς ξανά γι΄ αυτήν γίνεσαι πάλι βλοσυρός με στυφή τη γεύση της πίκρας να σκαλίζεις τις στάχτες της ψυχής σου. Και όταν ακόμα οι συνθήκες στον καινούριο τόπο είναι ευνοϊκές, ένας πρόσφυγας παραμένει εσαεί ένας ξεριζωμένος άνθρωπος. Και όχι εύκολες κρίσεις ή κριτικές. Ξέρουν κάτι που εσείς αγνοείτε. Εύχομαι να μην το μάθετε ποτέ.

12795374_10153816640770590_769425815864093644_n

Η  φωτογραφία είναι του Ελβετού φωτογράφου Ζαν Μορ

Κύπρος 1974, «Πόλεμος από την οπτική των θυμάτων»

 

 

Πατέρας

Ο κόσμος γύρω του βαρύς,
στους ώμους του η αγάπη όλη
δεν τρέμει, δεν δειλιάζει.
Ξεριζωμένος αλλά όθιος προχωρά.
Ο λεβεντάνθρωπος κοιτάει μπροστά,
έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια γυρίζει και σε κοιτάζει.
Θα σήκωνες τον πατέρα σου στις πλάτες σου;
Αυτός σ΄ έχει σηκώσει στους ώμους του;
Δεν με βαραίνεις πατέρα, μαζί και ίσια προχωράμε.
12803226_10206625592660897_6168020023596677750_n

 

Πρόσφυγες πορεύονται στην Ελλάδα…
Φεβρουάριος 2016

Το γλυκό

Ο άνθρωπος είναι όπως το γλυκό: δεν φτάνει η ωραία εξωτερική του εμφάνιση αλλά η μέσα του ομορφιά και γλύκα. Το γεύεσαι, λιώνεις με την γεύση του, βρίσκεσαι από τον ουρανίσκο στον έβδομο ουρανό, από «στόμα σε στόμα» μένει αξέχαστο, σκαλίζει την μνήμη τσιγκλώντας σε  να επιστρέφεις  ολοένα σ΄αυτό, επιλέγεις την σιγή ή τον θόρυβο μαζί του, μα κυρίως γουστάρεις την απλότητα που μέσα της κρύβει όλο τον πλούτο. Δεν φοβάσαι ούτε τη ζάχαρη ούτε το αλάτι του. Μπαίνεις στο παιχνίδι μαζί του και το ζεις, το απολαμβάνεις πλήρως και εντελώς.

Η επιθυμία για γλυκό, αυτή που σε κυκλώνει όμορφα κάνοντας πέρα την «αθυμούσαν καρδίαν» ελαφραίνει το όποιο σου βάρος. Η επιθυμία που κρατάς την ανάσα σου να μην τελειώσει, εκείνη που αποφασίζεις ν’ αγαπάς και να μοιράζεσαι χωρίς καθυστερήσεις και κολλήματα. Η επιθυμία που σου λέει ήσυχα: το ξέρω, η ζωή είναι ωραία και γλυκιά.

943699_10153858896725590_4963118262309231109_n

Χαλβάς σιμιγδαλένιος με γλυκό κιτρόμηλο

It was a Governor’s Beach

Ήταν τέσσερα ή πέντε καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας που κατασκηνώναμε σε πράσινες μεγάλες σκηνές στο Governor’s Beach. «Η Ακτή του Κυβερνήτη, το ανατολικότερο κομμάτι της παραλίας της Λεμεσού όπως αποκαλούμε το Governor’s Beach, προήλθε από την Αγγλοκρατία μιας κι εκεί υπήρχε το εξοχικό όπου παραθέριζε ο εκάστοτε Άγγλος Κυβερνήτης. Αργότερα με την εγκαθίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την “αποχώρηση” των Άγγλων, το εξοχικό παραδόθηκε στον τότε πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Ο Μακάριος  χρησιμοποιούσε το εξοχικό κατά την καλοκαιρινή περίοδο, ενώ μετά τον θάνατό του το εξοχικό έκλεισε και παραμένει μέχρι σήμερα κλειστό», έτσι είχα διαβάσει κάπου.

Την δεκαετία του 80’ όταν παραθερίζαμε εκεί δεν θυμάμαι ούτε εξοχικά, ούτε κυβερνήτες. Ήταν τα ωραιότερα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας: δεν ξεχνάω την ιεροτελεστία να στηθούν οι σκηνές για να χωρέσουν την πενταμελή μας οικογένεια και το σόι από την Ευρώπη, που ερχόταν για διακοπές φυσικά στον τότε παράδεισο του Governor’s Beach. Θυμάμαι κάθε πρωί που πέρναγε ένας πλανόδιος πωλητής με το φρέσκο γάλα σε μπουκάλια, τις ζεστές ταχινόπιτες και τυρόπιτες να τρυπάνε τα ρουθούνια μας και την μητέρα μου να φτιάχνει το καφέ στο γκαζάκι σε χάλκινο μπρίκι. Μετά ακολουθούσε πεζοπορία και κατάβαση από τα βράχια για να φτάσουμε στη «Γαλάζια Λίμνη» και εγώ ολημερίς μέσα στο αλμυρό νερό ή για ψάρεμα με τον πατέρα μου ως αργά το σούρουπο ν΄αρνούμαι την επιστροφή στη σκηνή. Η χαρά μου ήταν οι βουτιές με την μάσκα, οι πεταλίδες και οι μαύροι θησαυροί: οι αχινοί, που ναι μεν έβριζα όταν με τσιμπούσαν, αλλά λάτρευα την γεύση τους. Αξέχαστα ήταν επίσης τα βράδια: καθόμασταν με κεριά, ούτε ίχνος ηλεκτρικού φωτός υπήρχε τότε, παρέα με τ΄ αστέρια και το φεγγάρι και με συνοδεία κιθαριστική από τον θείο Filadelpho τον Χιλιανό δίναμε κοντσέρτα με λατινοαμερικάνικο κι ελληνικό ρεπερτόριο και μαζεύονταν οι παραθεριστές των γειτονικών σκηνών, ντόπιοι και τουρίστες σ΄ ένα γλέντι απλό, απέριττο, μεθυστικό.

Σαν ντοκιμαντέρ πέρασαν όλες οι εικόνες σήμερα από μπροστά μου φυλλομετρώντας τα παλιά άλμπουμ με το χοντρό εξώφυλλο στο πατρικό μου. Επέστρεψα σ΄αυτά τα καλοκαίρια του Rosa Maria se fue a la playa, που το living was easy και με τύλιξε μια γλυκιά μελαγχολία διαπιστώνοντας ότι οι ζωές μας είναι ένα άλμπουμ ιστορίες δικών μας και ξένων που τείνουμε να ξεχνάμε γιατί πια το living  δεν είναι τόσο easy. Αυτές οι ιστορίες όμως, που είναι γερά φυτρωμένες και καλά ποτισμένες στην ψυχή μας βρίσκουν πάντα τον δρόμο τους κάποτε, φτάνει να το θελήσουμε.

 Μακάριοι όσοι κυβερνούν ακόμα τα δικά τους καλοκαίρια.

7715_10153914946460590_1097754774819968741_n

 Λεμεσός 1980

Οι ρίζες

Η Ντανιέλα είναι από την Βουλγαρία και ζει στο νησί εδώ και τέσσερα χρόνια. Την έφερε εδώ ένας καλός κύριος για ένα καλύτερο μέλλον με καλά λεφτά. Της βρήκε δουλειά σ΄ ένα από τα σπίτια με τα κόκκινα φωτάκια αλλά του ξέφυγε. Βρέθηκε να καθαρίζει σπίτια και να ομορφαίνει κήπους.
Την πέτυχα μια μέρα στο χωράφι του πατέρα μου να ξεχορταριάζει. Έβγαζε τις ρίζες από τα αγριόχορτα, κράταγε στο χέρι το χώμα και το σκόρπιζε σαν χρυσόσκονη στη γη.
-Αγαπάς το χώμα, της είπα βλέποντάς την πως συμπεριφερόταν στο κομμάτι αυτό της γης.
-Όταν έφυγα από την Βουλγαρία όλοι μου έλεγαν να πάρω μαζί μου χώμα. Τι να το κάνω το χώμα; Σε νησί πάω, έχει και εκεί στεριά τους έλεγα. Να το φυτέψω σε γλάστρα και να το πάρω ως αναμνηστικό της πατρίδας μου; Τις ρίζες μου τις βγάζω από δω και τις παίρνω μαζί μου όπου και αν πάω. Το χώμα δε θα λείψει από τον κόσμο ποτέ. Ούτε και η λάσπη, μου είπε κρατώντας τις λασπωμένες ρίζες στα χέρια της.

11129689_10153151247115590_3271896726979972857_n

Κύπρος 2015

Χρωματίζω ένα κόσμο αλλιώτικο

Μ΄ αρέσουν τα χειροποίητα αντικείμενα.  Να τ’ αγοράζω, να τα φτιάχνω, να τα χαρίζω. Λατρεύω το χρώμα, γι΄ αυτό έφτιαξα χρωματοθήκες για να ταξιδέψουν παντού, να τις κρατήσουν τα παιδιά, να πάρουν τα χρώματα στα χέρια τους,  να παίξουν μ΄ αυτά κι όχι με τα όπλα, κι ας είναι ψεύτικα και πλαστικά. Να ντύσουν τις ζωγραφιές τους, να γράψουν ποικιλόχρωμα τις ιστορίες τους και να μας δείξουν μέσα από τα δικά τους μάτια έναν κόσμο αλλιώτικο, που ξέχασε την αγάπη, την φιλία, την αγκαλιά και την ανθρωπιά.

Αν κάτι αξίζει σ΄ αυτή την δύσκολη, γεμάτη απώλεια, αδικία και πόνο ζωή είναι το δικαίωμα στην ελπίδα, τ΄ όνειρο για ένα καλύτερο αύριο, ένα αύριο γεμάτο χρώμα. Και κάθε παιδί, κάθε πλάσμα αυτού του πλανήτη το δικαιούται απόλυτα.

12931244_10153937134150590_7383122516001750218_n

Χειροποίητες χρωματοθήκες από την Wunderart

Παζάρια της Ευρώπης

Ξεχαρβαλωμένες πόρτες, στοιβαγμένες πορσελάνες, κοσμήματα σε σκονισμένες βελούδινες θήκες, παλιές καρέκλες κινηματογράφου ή θεάτρου, γραφομηχανές, γραμμόφωνα, λάμπες άλλης εποχής, ξύλινα παιδικά παιχνίδια, μεταλλικά κουτιά, βινύλια με όπερες, σκληρόδετα βιβλία, δυσεύρετες παρτιτούρες, vintage ρούχα σε υπαίθρια παζάρια στη Βιέννη, το Λονδίνο, το Μόναχο, τη Νυρεμβέργη, το Παρίσι, την Πράγα. Και τα περιμέναμε, τα περπατούσαμε τα Σαββατοκύριακα, κάναμε παζάρια για ένα- δύο κομμάτια, που τελικά αγοράζαμε υποδυόμενοι τους εαυτούς μας  σε ταινίες νουάρ.

Και ήταν Ιούνιος, Ιούλιος, Αύγουστος και είχε συννεφιά και έβρεχε κάθε βδομάδα και η νοσταλγία της Μεσογείου πήγαινε σύννεφο. Και τώρα είναι Ιούνιος και σε κάποια πόλη της βόρειας Ευρώπης νοσταλγούμε ακόμα τη Μεσόγειο, τα κύματα, τα στενά σοκάκια, τα άσπρα πεζούλια, τις χαιρετούρες στο δρόμο, τ΄απλωμένα μαγιό που μυρίζουν αλάτι.  Και τώρα γίνονται άλλα παζάρια εκεί στην Ευρώπη και στη Μεσόγειο βρέχει κι εμείς καθόμαστε στις παλιές ξύλινες καρέκλες και παρακολουθούμε ένα θέατρο του παραλόγου, βουβοί κι αμέτοχοι.

13442167_1138122866230299_3383392686148159998_n

Καρέκλες από την Wiener Flohmarkt