Τερματισμοί κι αφετηρίες

Το καλοκαίρι φανερώνει τις ελλείψεις, τις εκκρεμότητες και τις αναβολές μας.

Γυμνάζουμε τις λέξεις μας τον χειμώνα για να λιώσουν στο λιοπύρι του καλοκαιριού.

Τις ενοχές και τις τύψεις χώνουμε βαθιά στη χρυσή άμμο.

Μα οι τελευταίες ξεθάβονται στο πρώτο αεράκι.
Σε ενοικιαζομενα δωμάτια διανυκτερεύουν συσσωρευμενα  τ΄αποθέματα της μοναξιάς μας.
Με θέα τη θάλασσα ή το βουνό ατενίζουμε μ΄ένα γυμνό παράπονο και δεν μιλάμε.
Μέχρι το ξημέρωμα που ψάχνουμε λίγη ζάχαρη ή  λίγο αλάτι να νοστίμισει κάπως την επόμενη μέρα.
Διαβάζουμε πολλά βιβλία και βρίσκουμε ωραίες τις ζωές των άλλων στο χαρτί.
Και οι δικές μας ζωές πόσο ξένες γίνανε;
Η καλοκαίρια  ισως κουράζει κάποιους από μας.
Τελειώνει ο Αύγουστος  και ξεκινάει ο επόμενος.
Τερματισμοί και αφετηρίες πάλι και πάλι.
Οι επιθυμίες δεν έχουν  εποχή.
Ούτε και η μνήμη μας.

Λεπτή γραμμή

Εκείνη η γραμμή ανάμεσα στα στήθια σου,

εκεί που ο ιδρώτας γίνεται αυλάκι να δροσίσει τα χείλη μου

τις μέρες του καύσωνα ή τα ζεστά βράδυα του καλοκαιριού,

που ποτέ δεν μοιράζεσαι το μαξιλάρι μου,

μα φεύγεις ανυπόδητη και σιωπηλή,

χωρίς υποσχέσεις,

ίσως κρυμμένες, καλά καρφιτσωμένες στην καρδιά κρυφές ελπίδες,

πως εκείνη η γραμμή ανάμεσα στα στήθια σου

θα έρχεται στον ύπνο μου,

να μου θυμίζει ξανά και ξανά την ύπαρξη του μη εφικτού έρωτά μας.

Μου λύπης

Mου-χειλικό όχι κτητικό.

Τα χείλη μου ξεράθηκαν.

Και το δέρμα μου απεργεί.

Όταν σε περιμένω εξαφανίζεσαι.

Όταν αγρυπνώ εμφανίζεσαι λυσσασμένα.

Όταν σε διαγράφω με γομολάστιχα, τ΄όνομά σου μένει στο χαρτί.

Κι εκείνα τα υγρά σου μάτια καρφώνονται στο κορμί μου.

Και τα δάχτυλά σου πέτρες στο λαιμό μου.

Θέλω να επαληθεύσεις την μοναξιά μου.

Μου- χειλικό όχι κτητικό

Μου λύπης.

Συλλεκτικά κομμάτια

Tα καλοκαίρια μου συλλεκτικά κομμάτια.

Οι πέτρες και τα θαλασσόξυλα στην βιτρίνα της γιαγιάς.

Τα κοχύλια τυλιγμένα σ’εκείνη την παρτιτούρα, δώρο απ’ τη Βιέννη.

Λίγη άμμος κλεισμένη στο ασημένιο κουτάκι του κομοδίνου.

Ο ήχος των τζιτζικιών, μετρονόμος στο πιάνο.

Οι αλμυρές βουτιές στ’απότιστα σπαρτά του κήπου μου.

Χωρίς φεγγάρια κι έναστρους ουρανούς.

Μόνο ο ιδρώτας σου μες τις ερμητικές σιωπές μου.

Εκείνα τα καλοκαίρια δεν διατίθενται σε προσφορά.

Στάσεις λεωφορείων

Στις στάσεις των λεωφορείων κοντοστέκονται οι άνθρωποι.

Μαζί τους οι προσμονές, οι φόβοι και οι τιμωρίες.

Μαζί τους και ο καύσωνας.

Με τα καλάθια και τα σακίδιά τους γεμάτα στιγμές.

Ακούς σποραδικά ιστορίες μεγάλων ανθρώπων.

Ιδρώτας, ξέπνοες ανάσες, υγρά βλέμματα.

Στις ίδιες στάσεις των λεωφορείων βλέπεις τη μοναξιά

να περιμένει στα πρόσωπα και τα χέρια.

Ίσως, γιατί το καλοκαίρι τα σώματα ιδρώνουν παραπάνω

και κολλάει η απουσία στο δέρμα.

Στις στάσεις των λεωφορείων οι άνθρωποι πίνουν νερό

για να ξεδιψάσουν για όσα δεν έρχονται.

Το ταξίδι της ζωής σου

Δεν έχει σημάσια αν έρχεσαι ή αν φεύγεις.
Αλλά για όσο μένεις, να είσαι εκεί
χωρίς φλυαρίες κι ακατάληπτα λόγια.
Να προσέχεις τις αγκαλιές και τις λύπες σου.
Κι εκείνους τους αποχαιρετισμούς,
που κρύβουν πάντα την ψευδαίσθηση της επιστροφής.