Παραμονή Πρωτοχρονιάς

Ας είμαστε ακόμη τα παιδιά και τα εγγόνια κάποιων.

Ας μην βουλιάζουμε τόσο στις αναπαυτικές πολυθρόνες.

Ας χαζεύουμε λιγότερο τις ζωές των άλλων μαζί με τη δική μας.

Ας ακούμε περισσότερο το σώμα που πονάει.

Ας αποχαιρετήσουμε ό,τι τελείωσε χωρίς γιατί.

Ας είναι πιο ροδινος ο καινούργιος χρόνος.

Μόναχο, Παραμονή Πρωτοχρονιάς 2019

Επέστρεφε

Επέστρεφε εκεί που σ΄αγαπάνε άδολα,

εκεί που σε θυμούνται ολόχρονα,

εκεί που ο πόνος λιγοστεύει,

εκεί που ο χρόνος δεν μετριέται σε σιωπές.

Επέστρεφε εκεί που ο σπόρος ανθίζει

κι ευτυχία ξεχωρίζει στα σκοτάδια.

Επέστρεφε στο φως και την ελπίδα.

 

Πόση ευτυχία αντέχεις;

 Ήταν περασμένες έντεκα το βράδυ κι έξω έβρεχε. Απόψε την περίμενε πολύς κόσμος για να της δώσει συγχαρητήρια.  Μπήκε στο καμαρίνι της, όταν όλοι πια έφυγαν και κάθισε μπροστά στον καθρέφτη της. Έκλεισε το μεγάλο φως και μόνο τα στρογγυλά λαμπάκια του φώτιζαν το κουρασμένο της πρόσωπο. Μια φθαρμένη από το χρόνο φωτογραφία ήταν σφινωμένη δεξιά στον καθρέφτη: εκείνη νέα σε μια ολάνθιστη αυλή κι ένα ζευγάρι αντρικά χέρια την αγκάλιαζαν τρυφερά γύρω απ΄τη μέση.  Έμοιαζε τόσο ξέγνοιαστη κι ευτυχισμένη στη φωτογραφία.

Η Τάνια Ζαφειροπούλου, παρόλο που πλησίαζε τα πενήντα ήταν μια από τις πιο σπουδαίες ηθοποιούς του θεάτρου της Αθήνας.  Εξαιρετική στις εμφανίσεις της στον «Βυσσινόκηπο» του Τσέχωφ και στο «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γούλφ», μια παράσταση όπου η ερμηνεία της αποθεώθηκε διθυραμβικά από τους κριτικούς της χώρας. Εκτός από το ταλέντο της ξεχώριζε και για την πληθωρική ομορφιά της και συγκεκριμένα για τα χυμώδη και καμπυλωτά στήθη της. Μελαχρινή με γαλάζια μάτια, μια φυσική ομορφιά, σχεδόν εξωτική, που της χάρισε πολλούς ρόλους στο σανίδι και αρκετές εμφανίσεις στον κινηματογράφο. Πολλοί ήταν οι άντρες που την ερωτεύτηκαν για εκείνα τα εκρηκτικά και αποπλανητικά της στήθη, τα οποία όλο και έκρυβε στις φωτογραφίσεις και τις δημόσιες εμφανίσεις τα τελευταία δύο χρόνια.

Αφού καθάρισε το πρόσωπό της από το υπερβολικό μακιγιάζ του ρόλου, έλυσε τα μακριά της μαλλιά, σηκώθηκε  από την καρέκλα κι άρχισε να ξεντύνεται. Έβγαλε πρώτα το μαύρο μάξι φόρεμά της κι έπειτα με προσοχή, σχεδόν ευλαβικά έβγαλε το σουτιέν κρατώντας το δεξί της στήθος. Στη συνέχεια έπιασε με το αριστερό της χέρι το ψεύτικο της στήθος: ήταν φτιαγμένο από σιλικόνη στο χρώμα του δέρματος, με θηλή που έμοιαζε αληθινή και μέγεθος ακριβώς το ίδιο με το κανονικό της στήθος, το δικό της, το αριστερό. Το εναπόθεσε προσεκτικά σε μια θήκη που βρισκόταν στον καναπέ και το έκρυψε στη τσάντα με τα υπόλοιπα πράγματά της.

Εκείνη ακριβώς της στιγμή, μπήκε φουριόζα στο καμαρίνι της η κυρία Τζένη, η καθαρίστρια του θεάτρου, ανοίγοντας το μεγάλο φως  αφού νόμισε πως όλοι είχαν φύγει από το θέατρο. Το βλέμμα της έπεσε κατευθείαν στο στήθος και συγκεκριμένα στο σημάδι της μαστεκτομής της Ζαφειροπούλου. Και οι δύο γυναίκες προς στιγμή μαρμάρωσαν. Η κυρία Τζένη απολογήθηκε στα γρήγορα και πισωπατώντας προσπάθησε να φύγει από το καμαρίνι με εμφανή την ντροπή στα μάγουλά της.

«Τζένη μην φεύγεις. Πέρασε μέσα», της είπε η ηθοποιός με μια γλυκιά χροιά στη φωνή της.  Η κυρία Τζένη με σκυφτό το κεφάλι έκανε ένα βήμα προς το καμαρίνι κι ανασήκωσε δειλά το κεφάλι προς την ηθοποιό. «Πάντοτα έπαιζα ρόλους προσπαθώντας να ζω σύμφωνα με τις προσδοκίες των άλλων. Οι θεατές περιμένουν πάντα πράγματα από σένα: να είσαι καλή στο ρόλο σου, να είσαι αδιάσπαστα όμορφη, να λάμπεις, να ξεχωρίζεις, να είσαι μοναδική γι΄αυτούς. Να είσαι καλά κουρδισμένη, χωρίς κενά. Να μην γίνεις ποτέ άσχημη γι΄αυτούς. Δεν ήθελα να τους απογοητεύσω, όπως έκανα με τον πρώην άντρα μου. Όταν ασχήμυνα, αυτός με παράτησε. Έφυγε μετά από δέκα χρόνια συμβίωσης και μ΄αφησε μ΄έναν ξεραμένο πόνο. Δεν άντεξε την νέα πραγματικότητα. Η αλήθεια τον συνέτριψε. Δεν είχα την πολυτέλεια να επιτρέψω κάτι αντίστοιχο και στους θαυμαστές μου. Έτσι πήρα την απόφαση και φοράω το ψεύτικο μου στήθος, τα καπέλα και τα πούπουλά μου και βγαίνω στη σκηνή. Για όσο ακόμα αντέχω. Όταν φύγεις κλείσε και το μεγάλο φως σε παρακαλω.» είπε η Ζαφειροπούλου και φόρεσε στα γρήγορα το κόκκινο της πουλόβερ.

Η κυρία Τζένη την άκουγε αμήχανα κι αφού απολογήθηκε για ακόμη μια φορά, την καληνύχτισε κλείνοντας το φως και την πόρτα από το καμαρίνι. Τότε η Ζαφειροπούλου κάθισε ξανά στην καρέκλα, κοίταξε το είδωλό της στο καθρέφτη και σκούπισε να δάκρυα της με την άκρη του πουλόβερ της.

«Κάνενας δεν αντέχει την πολλή ευτυχία», σιγοψιθύρισε κοιτώντας την σφινωμένη φωτογραφία στη δεξιά πλευρά του καθρέφτη.

Το κουδούνι

«Πάντα όταν κτυπούσε το κουδούνι μετά τις δώδεκα το βράδυ ήμουν σχεδόν σίγουρη πως ήσουν εσύ. Κι αν καταλάθος το βαρούσαν οι φίλοι της φοιτήτριας που έμενε στο διπλάνο διαμέρισμα, πίστευα πως κάποια στιγμή σίγουρα θα εμφανιζόσουν. Μερικές φορές επέστρεφα αργά από το θέατρο και σ΄ έβρισκα στην είσοδο της πολυκατοικίας να καπνίζεις περιμένοντας ν΄ανοίξω την πόρτα.

Είχαμε συναντηθεί ένα βράδυ σε κάποιο πάρτυ φίλων μετά την παράσταση. Εγώ ήμουν τότε σαράντα, αλλά έδειχνα πολύ νεότερη χάρη στα κρητικά μου γονίδια. Ψηλή, μελαχρινή με μελισσιά μάτια και σαρκώδη χείλη. Έμοιαζα στο σόι της Ιεράπετρας, από την πλευρά του πατέρα μου. Και στην εμφάνιση και στον χαρακτήρα: λίγες και μετρημένες κουβέντες. Είχα ήδη αποφασίσει πως ο γάμος δεν ήταν απαραίτητο συστατικό της προσωπικής μου ευτυχίας κι όσο περισσότερο περνούσαν τα χρόνια, τόσο πιο καλά ένιωθα με αυτή την απόφαση: να μην παντρευτώ και να μην κάνω παιδιά.

Εσύ αντιθέτως ήσουν ήδη παντρεμένος και κατά μία πενταετία μικρότερός μου. Ποτέ δεν ερωτεύτηκες τη γυναίκα σου, η οποία ήταν γόνος αστικής οικογένειας της Κηφισιάς, αδιάφορη για σένα, αυταρχική και ψυχαναγκαστική με την τάξη και την καθαριότητα. Σου την φόρτωσαν, όπως έλεγες οι δικοί σου για να σμίξουν οι περιουσίες και οι επιχειρήσεις των οικογενειών σας. Εν έτη 2003. Στην συνέχεια κάνατε και δύο παιδιά. Κι αυτά με προγραμματισμένο σεξ. Όλα στη ζωή σου έμοιαζαν σαν σελίδες ευτυχισμένου ζευγαριού του Κοσμοπόλιταν.

Στο πάρτυ είχες έρθει μόνος. Γρήγορα κατάλαβα πως θα φεύγαμε μαζί. Ήξερα να διεκδικώ ό,τι μου άρεσε: τους ρόλους στο θέατρο και τους άντρες της ζωής μου. Αφού κάναμε ό,τι κάναμε σηκώθηκες, πλύθηκες, ντύθηκες, με φίλησες γεμάτος ενοχές κι έφυγες. Κι εγώ βυθίστηκα στον καναπέ αποφασισμένη να μην κάνω τίποτα άσχημο, ούτε να σε πονέσω, ούτε να σε κυνηγήσω.  Εκείνο το πρώτο βράδυ άφησα τον ευατό μου να δώσει χώρο στη γλυκύτητα του φρέσκου έρωτα και της μυρωδιάς του. Είχα μείνει αρκετό καιρό μόνη κι εκείνη ακριβώς την στιγμή ήσουν το κομμάτι που έλειπε απ΄το πάζλ μου.

Είχε περάσει μια βδομάδα από την πρώτη φορά που ήρθες στο σπίτι μου.  Ήταν Δευτέρα και είχα ρεπό, αφού τα θέατρα ήταν κλειστά. Μελετούσα τον επόμενο ρόλο όταν το κουδούνι κτύπησε. Στην αρχή δεν απάντησα. Δεν ήθελα κανείς και τίποτα να διαταράξει την πληρότητα του εγώ μου. Μετά από τέσσερα κτυπήματα αποφάσισα ν΄ανοίξω. Ήξερα πως θα επέστρεφες. Σου έβαλα ουίσκι, ανάψαμε τσιγάρο κι ανταλλάξαμε δυο-τρεις τυπικές κουβέντες. Μετά σε άφησα να παραδοθείς με βουλιμία στο σώμα μου κι εγώ στο στο δικό σου. Αυτό γινόταν συχνά μέσα στη βδομάδα και κράτησε μήνες. Δεν με πείραζε που έφευγες μέσα στην νύχτα. Έπαιρνα όσα χρειαζόμουν και νόμιζα πως το ίδιο έκανες και συ. Δεν μιλήσαμε ποτέ ούτε για περισσότερη δέσμευση, ούτε και για χωρισμούς.  Όποιες αμφιβολίες είχα τις σκότωνα πριν γίνουν εμμονές.

Ήρθε όμως εκείνη η στιγμή. Όπως οι ρόλοι στη σκηνή τελειώνουν, αποφάσισες να  δώσεις τέλος στην παράσταση όπου πρωταγωνιστούσα. Μετά από έξι μήνες σταμάτησε να κτυπάει το κουδούνι μου. Δεν αναζητούσες  πια όσα μαζί μοιραζόμασταν εκείνα τα κλεμμένα βράδια. Όταν επιτέλους σήκωσες το τηλέφωνο, μου είπες ψιθυριστά πως οι ενοχές σου έγιναν ασήκωτες και πως η γυναίκα σου μάλλον κάτι ψυλλιάστηκε. Επέμενα να σε δω έστω για μια τελευταία φορά. Στην αρχή αρνήθηκες πεισματικά. Μετά άφησες ανοιχτό ένα ενδεχόμενο ραντεβού. Η οργή μου μεγάλωνε σε κάθε τηλεφώνημά που δεν απαντούσες. Αυτή η επιμονή μου δεν ήξερα αν ήταν  εξάρτηση, αγάπη, ή εγωισμός. Ήταν η πρώτη φορά που είχα αφεθεί σε μια συμμετοχή ενός τετελεσμένου εξ΄αρχής έρωτα.  Άρχισα να έχω αϋπνίες, αργούσα στις πρόβες και βούλιαζα όλο και πιο πολύ σ΄ενα θυμό που κόχλαζε, σ΄έναν ρόλο που δεν μου ταίριαζε.

Ήταν μέσα Νοεμβρίου, μια βροχερή Τρίτη όταν γύρισα από το θέατρο εξαντλημένη. Μούσκεμα μπήκα στην τουαλέτα κι άφησα  το νερό να τρέξει στην μπανιέρα. Ένα καυτό μπάνιο θα κατεύναζε την απουσία σου. Τότε κτύπησε το κουδούνι της πόρτας μου. Δεν ήθελα ν΄ανοίξω. Βυθίστηκα γυμνή στο νερό κι αγνόησα ό,τι μ΄ενοχλούσε. Μα το κουδούνι κτυπούσε αδιάκοπα. Βρισκόσουν ήδη στο διάδρομο. Με την πετσέτα στο υγρό μου σώμα άνοιξα την πόρτα. Είδα στα μάτια σου την πείνα των τελευταίων βδομάδων. Κατευθύνθηκα στο υπνοδωμάτιο. Με ακολούθησες σαν πιστό σκυλί κι εγώ σου ζήτησα να ξεντυθείς. Κάναμε έρωτα αμίλητοι. Ήθελα να σε τιμωρήσω. Όταν βρίσκεσαι ακόμη κοντά σε κάποιον που σε εγκαταλείπει η εκδίκηση σ΄ευχαριστεί.

Με την δικαιολογία πως διψούσα πήγα στην κουζίνα για νερό. Όταν επέστρεψα εσύ κοιμόσουν ανάσκελα στο κρεβάτι. Ήρεμος, ευτυχής.  Σε πλησίασα, σημάδεψα την καρδιά σου και πυροβόλησα. Τα σεντόνια ρούφηξαν το αίμα που κυλούσε παντού. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Οι αστυνομικοί με βρήκαν γυμνή και ξαπλωμένη δίπλα στο πτώμα σου. Δεν υπήρχε τίποτα ανάμεσά μας παρά το τέλος μιας πράξης, μιας ακόμα παράστασης. Η αυλαία έπεσε.»

«Διάβασα όσα γράψατε στο ημερολόγιό σας», μου είπε η ψυχολόγος των φυλακών. «Θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο;»

«Τους αγάπησα όλους. Για όσο καιρό ήμουν μαζί τους. Όλους ανεξαιρέτως. Άρχισα όμως να βαριέμαι κι ήθελα να δω πως είναι αλλιώς. Όταν ήμουν μικρή βαριόμουν εύκολα τα παιγνίδια μου και μετά από λίγο καιρό τα έσπαζα έστω κι αν τ΄αγαπούσα. Ευχαριστημένη τώρα;», την κοίταξα στα μάτια και γύρισα στο παράθυρο του κελιού μου όταν κτύπησε το κουδούνι για μεσημεριανό.

Χριστούγεννα

Ο κουραμπιές που διαλύεται στην πρώτη δαγκωματιά.

Τα άδεια πιάτα και τα γεμάτα στομάχια.

Ένας γεμάτος νεροχύτης κι ένας λεκές στο φόρεμα.

Χαρτί περιτυλίγματος και κόκκινες μπάλες.

Άγια Νύχτα και κάλαντα.

Ave Maria κι Ορατόρια.

Μια λαχτάρα κι ένας αποχαιρετισμός.

Μια πλάνη, μια ψευδαίσθηση πως είμαστε μαζί,

πως ακόμη μπορούμε να συνυπάρχουμε.

Τα ταξίδια που δεν κάναμε.

Πόσο χρόνο έχεις ακόμη.

Τι αγαπάς, τι ξεχνάς και τι θυμάσαι.

Βάσανο η μνήμη.

Ευτυχία η στιγμή.

Στο πατρικό

Στο πατρικό σε περιμένουν (ή και ίσως όχι πια) οι φωνές των ανθρώπων που σε μεγάλωσαν, σε μάλωσαν, σ’αγκαλιασαν, σε φίλησαν. Σε περιμένουν κι εκείνες οι γωνίες και τα πράγματα που μικρός ίσως αγνοούσες, μα τώρα μεγαλώνοντας προσέχεις όλο και πιο πολύ γνωρίζοντας πόσο φθαρτοι και περαστικοί είμαστε σε όλα.