Η νιψομαντηλιά

-Φέρτην να σε σκουπίσω.

-Άπλωσ΄την χαμαί.

-Νύφτου γιέ μου καλά να φύουν οι βρωμιές.

-Σφούτζισε κόρη μου τα μάθκια σου. Μεν κλαίεις.

Νίφκουνται, σκουπίζουνται, απλώνουν την ποτζεί τζαι ποδά.

Η νιψομαντηλιά, που δίχα της έσσιει αθρώπους που έν κάμνουν.

Βρεμμένη για στεγνή εν τζαμαί τζαι καρτερά τους,

να στεγώσουν τα δάκρυά τους, να σφουντζίσει τον κάματό τους.

Η νιψομαντηλιά ακούει την σιγολαλιάν τους τζαι τους αναστεναγμούς τους.

Βρέσσιεται τζαι στεγνώνει τζαι τζείνη μαζί τους,

με τες χαρές τζαι τα μαράζια τους.

-Την νιψομαντηλιά μου κόρη μου μεν την ξιάσεις.

Είπεν μου η γιαγιά μου πα στο κρεβάτι του γηροκομείου.

Τζαι έκλεισεν τα μάθκια της τζαι έσφιξεν η καρκιά μου.

 

 

365 μέρες

Πριν ένα χρόνο ξάπλωνες πλάι μου και μου έλεγες ψιθυριστά για το ταξίδι που θα κάναμε οι δυό μας. Τώρα δεν ξαπλώνεις πια πλάι μου. Πριν ένα χρόνο καθόμουν δίπλα σου σε κάποιο δωμάτιο ιατρείου, νοσοκομείου, θεραπευτηρίου. Σήμερα σου φέρνω άσπρα τριαντάφυλλα -τ΄αγαπημένα σου- και σου μιλάω ατελείωτα δίπλα στο μισοσβησμένο καντήλι σου. Πριν ένα χρόνο δεν σε ήξερα καν. Σήμερα δεν με ξέρεις πια. Πριν ένα χρόνο ερωτεύτηκαμε παράφορα κι όσο στο έδειχνα έφευγες μακριά. Σήμερα είσαι μια μαυρόσαπρη φωτογραφία στο συρτάρι. Πριν ένα χρόνο ήσουν στην αγκαλιά μου και με φιλούσες. Σήμερα είσαι παλιόμουτρο. Πριν ένα χρόνο ήσουν η φίλη μου, ο άνθρωπος στα τραπεζώματα, τα πλήκτρα και το ακουστικό μου. Σήμερα κατέβασες τ΄ακουστικό. Πριν ένα χρόνο μ΄εβλεπες να μπαίνω στο γραφείο με  τους φακέλους και τον καφέ μου. Σήμερα δεν έχω πια γραφείο κι ο καφές χύθηκε χωρίς μια γουλιά.

Μαζεύω τα ρούχα σου, μαζεύω τις τσαλακωμένες στιγμές, μαζεύω το ανακατεμένο μου παζλ, σβήνω αναμνήσεις κι ώρες αγάπης, τακτοποιώ τους φακέλους της ζωής μου.

Θα μπορούσες να μην πεθάνεις; Θα μπορούσε να μην πεθάνει; Θα μπορούσαμε να μην πεθάνουμε μέσα στην καθημερινή πραγματικότητα του θανάτου;

Ζεις 365 μέρες ζωής που μοιάζει με ζωή.

Πέτρα

Κάθεσαι και περιμένεις άπραγος. Κάθεσαι πάνω σε πέτρες. Έγινες ο ίδιος πέτρα.  Σταγονόμετρο η αγωνία του τέλους. Βαθιές, βαριές αναπνοές. Εσύ αναπνέεις ακόμη, ο άλλος όχι για πολύ. Κραυγές πόνου, θλίψης, θυμού, αποχαιρετισμού. Άηχες κραυγές που κάνουν τόσο θόρυβο μέσα σου. Και μετά απόλυτη και βαθιά σιωπή. Χλωμή σιωπή σαν το δέρμα αυτού που βρίσκεται στο παγωμένο δωμάτιο του ψυχρού νοσοκομείου. Κάθεσαι και περιμένεις το τέλος. Βλέπεις, καταλαβαίνεις, ξέρεις που να μην ήξερες. Τα μάτια σου γέμισαν σκουπιδάκια, σκόνες. Το στόμα σου έγινε ένα με την πίκρα. Στυφό. Έγινες πέτρα. Μέσα κι έξω απ΄ το σώμα το δικό σου.

Μετράς τα χαρτιά σου, μια παρτίδα αν θα νικήσει ή αν θα χάσει. Καμία πίστη σε κανένα θεό πια, μήτε στον διάβολο. Ούτε σε θαύματα πιστεύεις. Ας φύγει μόνο, ουρλιάζεις. Να μη πονάει άλλο πια. Έγινες πέτρα. Όπως ο άνθρωπός σου.

Σαββατόβραδο

Τα ήσυχα βράδια του Σαββάτου ακούς μουσική, πίνεις ότι αγαπάς, βλέπεις ταινίες που λατρεύεις, διαβάζεις μόνο αυτά που θες, είσαι μόνος ή με παρέα που αγαπάς, αφού πρώτα εξαντλημένος έχεις τελειώσει τις δουλειές της βδομάδας (που ποτέ δεν τελειώνουν, αλλά αυγατίζουν). Κι εκεί που απολαμβάνεις την ησυχία της βραδιάς, μετράς τη ζωή και τα κουμπιά σου κι ονειρεύεσαι.