Τα πομεινάρκα

Έμπαινες που τες δίφυλλες εξώπορτες με το μερακλίδικον τέλειωμα.
Ο ηλιακός εστολίζετουν με κάδρα που κουκούλια του μεταξοσκώλικα.
Στην σάλα εκαμάρωνες την αρμαρόλα με τα προιτζιά.
Το μαερκό εκάμναν το με πέτρινες βούρνες τζαι εθώρες τα πανέρκα να κρέμονται.
Τζαι στες κάμαρες εσσιαίρεσουν τες καρκόλες με τα σκλουβέρκα*.
Το 1923 εκτίζαν άλλως πως τα σπίθκια τους.
Τωρά, μετά που τόσους πολέμους θωρείς τα πομεινάρκα τους τζαι πιάνει σε μια λύπη.

σκλουβέρκα: τα άσπρα υφάσματα που κάλυπταν το πάνω μέρος του κρεβατιού.

Παλιά Λευκωσία, Φεβρουάριος 2018

«Κέρφιου»

Θυμάμαι από μικρή την μάμα μου να μιλάει για το «κέρφιου» που ζήσαμε σαν εγκλωβισμένοι στο Ριζοκάρπασο μετά την εισβολή του 1974. «Κέρφιου» σήμαινε «κατ΄οίκον περιορισμός που επέβαλλε ο Τουρκικός στρατός στους κατοίκους ενός χωριού ή μιας πόλης. Να κλειστούν στα σπίτια τους: ούτε σχολεία, ούτε δουλειές, ούτε καφενεία, ούτε φροντίδα των κοπαδιών. «Αφήσαμεν τα ούλλα κόρη μου τζαι είμασταν κλειδωμένοι έσσω, ούτε στον μπακάλικον της γειτονιάς εν εγίνετουν να πάμε», μου είπε σήμερα το μεσημέρι που τα ξανασυζητούσαμε.

-Τζαι πως εζούσατε μάμα, τρόφιμα είχατε; την ρώτησα.

-Έφερνέν μας ο Ερυθρός Σταυρός. Τζαι τρόφιμα, τζαι φάρμακα. Για έναν ολόκληρον χρόνον εζούσαμεν σε «κέρφιου». Τζαι ο παπάς σου αιχμάλωτος τζαι εγώ μόνη μου με τρία μωρά. Εκαταφέραμέν τα όμως τζαι ζήσαμεν κόρη μου.

-Ναι μάμα. Εζήσαμεν, της απάντησα βλέποντας το μελαγχολικό της βλέμμα.

Απόψε έβαλα τα παιδιά μου για ύπνο, τα σκέπασα, έκλεισα τα φώτα και στ΄αυτιά μου βουίζει αυτή η πρόταση  «εκαταφέραμέν τα τζαι ζήσαμεν». Και νιώθω τύψεις που στη διπλανή μου χώρα- που μας χωρίζουν μετρημένα ναυτικά μίλια- η άλλη μάνα δεν τα «εκατάφερεν». Ούτε τζείνη , ούτε τα παιδκιά της.

Της αγάπης

Σώματα κρύα, σώματα αμήχανα, σώματα που ζητάνε θέρμη.

Φωνάζουν αδιάκοπα, ουρλιάζουν σιωπηλά «αγάπα με».

Φοράμε στους εαυτούς μας αδιάβροχα και δεν νιώθουμε πια.

Ξεχάσαμε το χρώμα της αγάπης και ζούμε σ΄έναν κόσμο που δεν την ανέχεται.

Γίναμε θεατές της θλίψης μας.

Κι οι φούχτες μας σκλήρυναν απ΄τις πληγές.

Που είναι το χέρι να κρατήσεις χέρι και το αυτί ν΄ακουμπήσεις  τις ιστορίες;

Φτωχύναμε. Είμαστε αρχάριοι στην αγάπη. Προχωρημένοι στη μοναξιά.