Θυμάμαι από μικρή την μάμα μου να μιλάει για το «κέρφιου» που ζήσαμε σαν εγκλωβισμένοι στο Ριζοκάρπασο μετά την εισβολή του 1974. «Κέρφιου» σήμαινε «κατ΄οίκον περιορισμός που επέβαλλε ο Τουρκικός στρατός στους κατοίκους ενός χωριού ή μιας πόλης. Να κλειστούν στα σπίτια τους: ούτε σχολεία, ούτε δουλειές, ούτε καφενεία, ούτε φροντίδα των κοπαδιών. «Αφήσαμεν τα ούλλα κόρη μου τζαι είμασταν κλειδωμένοι έσσω, ούτε στον μπακάλικον της γειτονιάς εν εγίνετουν να πάμε», μου είπε σήμερα το μεσημέρι που τα ξανασυζητούσαμε.
-Τζαι πως εζούσατε μάμα, τρόφιμα είχατε; την ρώτησα.
-Έφερνέν μας ο Ερυθρός Σταυρός. Τζαι τρόφιμα, τζαι φάρμακα. Για έναν ολόκληρον χρόνον εζούσαμεν σε «κέρφιου». Τζαι ο παπάς σου αιχμάλωτος τζαι εγώ μόνη μου με τρία μωρά. Εκαταφέραμέν τα όμως τζαι ζήσαμεν κόρη μου.
-Ναι μάμα. Εζήσαμεν, της απάντησα βλέποντας το μελαγχολικό της βλέμμα.
Απόψε έβαλα τα παιδιά μου για ύπνο, τα σκέπασα, έκλεισα τα φώτα και στ΄αυτιά μου βουίζει αυτή η πρόταση «εκαταφέραμέν τα τζαι ζήσαμεν». Και νιώθω τύψεις που στη διπλανή μου χώρα- που μας χωρίζουν μετρημένα ναυτικά μίλια- η άλλη μάνα δεν τα «εκατάφερεν». Ούτε τζείνη , ούτε τα παιδκιά της.