Μαρικού

Όταν ανοίξω την πίσω πόρτα της βεράντας μου ξέρω ότι θα με δει πίσω από το δικό της παράθυρο. Τότε θα με φωνάξει για να πιούμε καφέ και να μου δώσει φρέσκα αυγά από τις κότες της. Δεν μπορώ ν΄αρνηθώ κι ας με τυραννά ο χρόνος. Αυτός ο τύραννος… Το σώμα της πια ένα γάμα κεφαλαίο, τα μάτια της η πιο γαλήνια θάλασσα που έχω δει και το μυαλό της εκεί. Διαύγεια και σπιρτάδα. Και ξεκινάνε οι ερωτήσεις, οι διηγήσεις -τωρινές και παλαιότερες- κυρίως αυτές από τα περασμένα. Παιδιά ξενιτεμένα, άλλα επαναπατρίστηκαν με ψαλιδιασμένα φτερά άλλα όχι, αδέλφια που χάθηκαν σε κάποιο πόλεμο, σύζυγος που έφυγε νωρίς, ιστορίες μετανάστευσης. Χωρίς καμία νοσταλγία, χωρίς πένθος, χωρίς μελαγχολία. Και οι συμβουλές πέφτουν στο τραπέζι με το σεμεδάκι απανώτα και στακάτα κι αυτή η καθάρια της φωνή με αγκαλιάζει και με συγκινεί κάθε φορά. Κι αν ο ψυχισμός μου είναι ένα καζάνι που κοχλάζει τότε γίνεται ταραντέλα. Και φεύγοντας με αποχαιρετά σαν να είναι η τελευταία μας συνάντηση. Η Μαρικού, ετών 94, είναι η τωρινή μου γιαγιά. Αυτή που απέκτησα στο χωριό που με φιλοξενεί εδώ και μια πενταετία. Η Μαρικού μ΄ έμαθε πως «ο άνθρωπος πρέπει ν’ αναζητά δεσμούς με άλλους ανθρώπους όσο μακρυά κι αν βρίσκονται.» Η Μαρικού είναι ο παράδεισος πίσω από την πόρτα της βεράντας μου.

Κύπρος, Μάιος 2018

Πάντα ό, τι ήθελα

Από μικρή έκανα πάντα ό,τι ήθελα. Στα φανερά ή τα κρυφά (κι αυτό ήταν πολύ γλυκό) έκανα αυτό που ήθελα. Αυτό που είχα στο κεφάλι μου, το έβαζα στα χέρια ή στα πόδιά μου. Πάντα αυτό που ήθελα το έκανα.

Τώρα κάνει αυτό πάντα ό,τι θέλει. Με ή ερήμην μου.

Ο πύργος σου

Εκεί ψηλά στα σκοτεινά ζούσες πεθαμένη.

Τα χείλη σου δεν ζούνε πια.

Η μήτρα σου ξεράθηκε και τα βυζιά σου στέγνωσαν.

Και τα μαλλάκια τ’ όμορφα δεν τα’ λουζε μια αχτίδα φως.

Εκεί ψηλά στον πύργο σου κλείστηκες πληγωμένη στους ραγισμένους τοίχους του.

Σκύβεις το κεφάλι, κλείνεις τα μάτια και καρτερείς.

-Ποιος είπε πως αυτοί που ζουν δεν είναι πεθαμένοι;

Κύπρος, Μάιος 2018

Διχασμένοι

Ανάμεσα σε δύο χώρες

Ανάμεσα σε δύο ταυτότητες

Ανάμεσα σε δύο πατρίδες

Ανάμεσα σε δύο γλώσσες

Ανάμεσα σε δύο ευατούς

Ανάμεσα σε δύο σώματα.

Άνθρωποι διχασμένοι,

δίχως  να ξαποστάσουν σε μια μεριά.

Διχασμένοι χωρίς τελείες.

Άνω τελεία, όλη τους η ζωή.

Οι μούγιες που μουγιάζουνται

Οι μούγιες που μουγιάζουνται

έννεν με τα καλά τους.

Την μιαν μιλούν σου τζαι γελούν,

Την άλλην σου μουτρώνουν.

Την τρίτην την σσιηρότερην θωρούν σε τζαι κορτώνουν.

Οι μούγιες που μουγιάζουνται

έν θελούν πολλά να μουγιαστούν.

Μιάν φταίει τους η ζούλα τους,

μιαν άλλην η πετσιά τους.

Οι μούγιες που μουγιάζουνται να παν να φαρατζιστούσιν.

Μες την καρκιάν μας εν χωρούν,

αλλού να παν να χολοσκούν.