Μεγάλη Παρασκευή

[…] Μα ήτανε την μέρα εκείνη Μεγάλη Παρασκευή, τότε ακριβώς που σταματάνε να εργάζονται, φεύγουνε στα χωριά τους ή στα τίμια σπίτια τους, -τότε και το Δεκαπενταύγουστο της Παναγιάς, άλλη μια φορά – κι είναι συγκινητικό-, δείχνει πως νοσταλγούν , θυμούνται πάντως την παρθενικότητα βάζοντας έξω από την πόρτα τους -όπου και το δισύλλαβο απαραιτήτως όνομα- την έτοιμη από καιρό επιγραφή που έγραψε κάποιος πελάτης καλλιγράφος και εγγράμματος: «Μετά το Πάσχα» ….
…Μα βγαίνοντας απο την εκκλησιά ο Επιτάφιος τράβηξε πρώτα πλάγια, χώθηκε μεσα στις γειτονιές με τα κλειστά ισόγεια με τα χαμαιτυπεία του λιβανιού και δεν τον είδαμε σχεδόν καθόλου… Κι όταν πήρε η κυκλοφορία να παραλύει να προηγούνται τα μικρά παιδιά , να ανάβουνε κεριά στα υψηλά πατώματα ετοιμαστήκαμε κι εμείς ν απολαύσουμε το μέγα θέαμα στο σκότος μέσα της κρεβατοκάμαρας…Από μπροστά μας όταν διάβαιναν έψελνε η χορωδία τα εγκώμια. Μαθήτριες με επιπόλαιες φωνές παρόμοιες με τον γραφικό τους χαρακτήρα βαδίζοντας στο ψευτοκουρασμένο βήμα των στρατιωτών εκείνο με το επ’ ώμου λόγχη, βαδίζοντας ωραίοι και σκοτεινοί…τραβούσαν φορτωμένοι νιάτα και έξαψη…

(απόσπασμα απο το κείμενο «Επιτάφιος θρήνος» Γιώργος Ιωαννου – περιέχεται στην ομότιτλη συλλογή – Εκδόσεις Κέδρος, 1980, 1985)

Γέρος;

Κάθε βράδυ η ίδια ιεροτελεστία: φορούσε τις πυτζάμες του, έπλενε τα δόντια του μηχανικά, κοιτούσε στον καθρέφτη τις άσπρες τρίχες των μαλλιών του και στεκόταν σιωπηλός μπροστά στο είδωλό του για πέντε λεπτά. Τότε περνούσαν από μπροστά του σαν ταινία, όλες εκείνες οι στιγμές μιας περασμένης ζωής χωρίς κενά, χωρίς φόβο, χωρίς ατελείωτες ιστορίες.

Κάθε βράδυ νιώθει γέρος. Μόνο η μνήμη του δεν γερνάει.

Ο άλλος Χριστός

Ο Χριστός κουράστηκε,

ένιωσε θλίψη για τους ανθρώπους που έπλασε με τόση αγάπη.

Ο Χριστός θύμωσε,

γιατί δεν πρόλαβε να δώσει όσα απλόχερα ήθελε σ΄εκείνους.

Ο Χριστός βαρέθηκε

να σταυρώνεται ξανά και ξανά .

Ποιος τα πάντα στέγει, ποιος τα ελπίζει, ποιος τα υπομένει;

Ποιος ουκ ασχημονεί;

Κενά

Πάντα κλαίω όταν βλέπω ασθηματικές ταινίες

τρώω τσιπς και σοκολάτα μαζί

το τσιγάρο μου κάνει παρέα

όταν κάποιος ή κάτι περνάει από μέσα μου

κι έπειτα χάνεται με ή χωρίς

να προλάβουμε να πούμε εκείνες τις λέξεις

σαν μαχαίρι ή σαν χάδι

σαν κύκλος που κλείνει.

Οι άνθρωποι φεύγουν, τα κενά μένουν.

Ακατάσχετα

Πάσχουμε από ακατάσχετη φλυαρία

ή από ακατάσχετη αφωνία.

Ομιλητικοί συχνά είναι εκείνοι

που θα’ πρεπε να σωπαίνουν.

Μια ακατάσχετη σιωπή

μας σώζει ή μας σφάζει.

Οι φίλοι μου

Περπατάς μαζί τους, δεν ξέρω

πόσα χιλιόμετρα

μέσα στη βροχή, στη λάσπη, στον καύσωνα

στο πρώτο, στο δεύτερο και στο πολλοστό παραπάτημα

σου δίνουν το χέρι

σκουπίζουν τις πληγές και το εγώ σου.

Πότε στο φως, πότε στο σκοτάδι και πότε στο θάμπος

συνοδοιπόροι, συνομιλητές και σιωπηλοί

σου λένε την αλήθεια με αθρώπινη λαλιά.

Δεν είναι νάρκισσοι, μήτε ζηλόφθονες

μοιράζουν το ψωμί και το κρασί τους

εις τ΄όνομα της αγίας ψυχής τους

και κοινωνούν μαζί σου

εις τον αιώναν τον άπαντα.