Nanoseconds

Ο χρόνος  τρέχει ξοπίσω μου και με κτυπά στην πλάτη. Δεν γυρνάω να τον δω. Συνεχίζω. Φτιάχνω καθετί με προσοχή, περίσκεψη, λογική. Όλα καλά, μου ψιθυρίζω. Όλα με πλάνο. Ο χρόνος με ακολουθεί. Τον αγνοώ και πάλι. Τρέχω να προλάβω το κάθε μου λεπτό, χωρίς να τον φοβάμαι. Φοβάμαι μόνο τους εχθρούς που με κερνάνε γλυκό, φιλιά, χάδια. Αυτούς που αντί πρόσωπο φοράνε προσωπείο. Αυτούς που την μοναξιά την ντύνουν με έρωτα, λέξεις γεμάτες φωνήεντα που γίνονται άτακτα σύμφωνα. Φοβάμαι αυτούς που δεν παραδέχονται πως φοβούνται. Αυτούς που δεν τολμούν ν΄ακούσουν και δεν αρθρώνουν τίποτα. Φοβάμαι αυτούς που κάθε λύση σ΄ένα έργο την οδηγούν στη διάλυση. Κι όλα σε nanoseconds. Γκρεμίζω και γκρεμίζομαι σε nanoseconds.

Ο χρόνος στέκεται και με ρωτά τι να κάνω. Γυρνάω για nanoseconds και τον κοιτώ. Ο ήλιος με τυφλώνει σαν προβολέας. Καμία αμηχανία. Δεν με νοιάζει. Κοιτάω μπροστά και προχωρώ.

Ανθυγιεινός Ρομαντισμός

Πεθυμώ τις σκέψεις, τις χειρονομίες σου, το γέλιο σου. Πεθυμώ τα χαρτάκια που άφηνες σ΄όλες τις ντουλάπες και τους καθρέφτες του σπιτιού. Πεθυμώ το φαγητό που μου μαγείρευες τα βράδια που γυρνούσα αργά από τη δουλειά. Πεθυμώ τις μουσικές που με ξυπνούσες και τις ιστορίες που μου διάβαζες στον καναπέ για ν΄αποκοιμηθώ. Πεθυμώ τα ηλιοκαμμένα φιλιά και τα παγωμένα σου δάχτυλα στις τσέπες του παλτού μου. Πεθυμώ τις δικές μας λέξεις που ρούφηξε η χρονομηχανή και τα χάδια που πλύθηκαν με τ΄ασπρα μας σεντόνια. Πεθυμώ όλα τα μικρά και τα μεγάλα μας που είχαν σάρκα και οστά. Τώρα μείναμε μόνο οστά. Παρατεταμένη σιωπή, σιγή, ησυχία. Ασώματοι, φθαρτοί, καθημερινοί, γραφικοί. Δύο άνθρωποι, που τεντώνουν το σχοινί πάνω στο οποίο ακροβατούν. Τα οστά είναι εκεί. Λείπει μόνο η σάρκα.

Κλειστά

Κλειστά λόγω κρίσης.

Κλειστά λόγω θλίψης.

Κλειστά λόγω σιωπής.

Κλειστά λόγω πείνας.

Κλειστά λόγω απώλειας.

Κλειστά λόγω κακοκαιρίας.

Ερμητικά κλειστά.

Λόγω πτώχευσης ερωτικής.

Βάσα Κοιλανίου, Κύπρος 2017

Παιδική χαρά

Παιδική χαρά για τα παιδιά, νεκροταφείο λάστιχων για τους μεγάλους. Σ΄ένα χωράφι δίπλα στον αυτοκινητόδρομο βρίσκονταν αφημένα στο λιοπύρι και τη βροχή δεκάδες λάστιχα αυτοκινήτων κάθε μεγέθους. Εκεί έπαιζαν με τις ώρες παιδιά ενός άλλου θεού, που ζούσαν σε γειτονικά χωράφια μέσα σε παλιά αγροτικά αυτοκίνητα, σε σκηνές κι αυτοσχέδιες παράγκες από σίδερα. Κάπου εκεί κοντά έμεινα από λάστιχο, όταν τρέχοντας σαν τρελή να προλάβω το ραντεβού μου δεν είδα τη λακκούβα στο δρόμο και μπουμ έσκασε το ήδη ταλαιπωρημένο από τα χιλιόμετρα λάστιχο του αμαξιού μου. Έβριζα μέσα κι έξω μου, γιατί θα έχανα το ραντεβού κι άρχισα να περπατώ στο πουθενά, μέχρι που είδα το νεκροταφείο λάστιχων.

-Ίσως υπάρχει κάποιος εκεί να με βοηθήσει, είπα χαμηλόφωνα.

Όταν πλησίασα δεν υπήρχε κανείς εκεί. Νεκρική σιωπή. Κάθισα σε μια τεράστια ρόδα κι άναψα τσιγάρο μέχρι να σκεφτώ τι θα κάνω με τη ρόδα και το χρόνο μου. Και μέσα από την μαύρη μάζα των λάστιχων πετάχτηκε ένα κοριτσάκι γύρω στα εφτά, τσιγγάνικης καταγωγής με τα πιο γλυκά καστανά μάτια της περιοχής.

-Με λένε Ειρήνη. Εσένα; με ρώτησε με περιέργεια.

-Ελένη, της απάντησα.

-Έτρεχες ε; Κι έμεινες από λάστιχο τώρα; συνέχισε με αυθάδεια, που δεν ενοχλούσε όμως.

-Ναι, έτρεχα. Με είδες ή το μάντεψες;

-Κρύβομαι μέσα στις ρόδες κάθε μέρα και κοιτάω τα αυτοκίνητα που περνάνε και βλέπω πόσο τρέχουν. Μέσα στις ρόδες έχει πλάκα, εδώ κανείς δεν με ενοχλεί και πολλές φορές ξεχνάνε να με ψάξουν οι άλλοι.

-Οι γονείς σου, εννοείς;

– Όλοι αυτοί που ζούμε μαζί. Βαρέθηκα να τρέχουμε από δω κι εκεί. Θέλω να ζήσω εδώ για πάντα. Να παίζω με τ΄ άλλα παιδιά, στα χωράφια, να κάνουμε πύργους απ΄τις ρόδες, να μπαίνουμε μέσα, να χοροπηδάμε. Να γνωρίσουμε κι άλλα παιδιά. Αλλά εμείς πάντα τρέχουμε κι αλλάζουμε χωράφια. Και εσύ έτρεχες. Σε είδα.

Δεν ήξερα τι να πω σ΄ αυτά τα δύο γλυκά μάτια που με κοιτούσαν με απορία και αφέλεια παιδική. Γιατί τρέχεις; Να προλάβεις τη ζωή σου; Η ζωή τρέχει από μόνη της με τις λοξοδρομήσεις και τις σκασμένες ρόδες της. Τρέχει και δεν σε ρωτάει.

 Έβγαλα τα τακούνια και χώθηκα μέσα στην τεράστια ρόδα, που κρυβόταν η μικρή Ειρήνη.  Τότε έσκασε ένα χαμόγελο λέγοντάς μου:

-Καλωσόρισες στη παιδική μας χαρά!

16231041_10154723194855590_111025560_o

Στέρηση

Είμαστε πεινασμένοι από έρωτα.

Νηστικοί από συναίσθημα.

Παρακολουθούμε τις ζωές μας πίσω από κουρτίνες.

Δεν τις ζούμε.

Στερημένες ζωές γεμάτες άλφα στερητικά.

Γέρνουμε

Γέρνω, γέρνουμε.

Γέρνω στις λέξεις και τις αναγνώσεις σου.

Γέρνω προς κάθε σημείο του ορίζοντα.

Περιμένοντάς σε καρτερικά.

Γέρνω στην αγάπη σου κι εσύ παρών.

Αποκλίνοντες. Μαζί.

 Κύπρος, Ιανουάριος 2017

Το γλυκό μολύβι

Όταν ήταν στην πέμπτη τάξη του Δημοτικού πήγαινε κάθε Σάββατο στο Κατηχητικό της ενορίας με την Χριστίνα, κολλητή και συμμαθήτριά της. Δεν της άρεσε καθόλου η κατήχηση, βαριότανε φρικτά, αυτόν που μιλούσε, τους γύρω της, τον χώρο. Σκεφτότανε επίμονα το μετά κι η ώρα κυλούσε γοργά: ή πάστες από το συνοικιακό ζαχαροπλαστείο ή μολύβια από το βιβλιοπωλείο του ηλικιωμένου κυρίου Θέμη. Και πάντα κρυφά και γρήγορα! Η μία κράταγε τσίλιες και η άλλη τα΄κλεβε. Και μετά ακολουθούσε η ιεροτελεστία της απόλαυσης του απαγορευμένου στο πάρκο της γειτονιάς. Χρώματα και γεύσεις που γαργαλούσαν και τις δύο για αρκετή ώρα, μέχρι το επόμενο Σάββατο της κατήχησης.

Παιδιόθεν της άρεσε το γλυκό μολύβι.

img-5289-w_orig

Sculpture by Salavat Fidai