Εκεί που κάποτε ζήσαμε, τώρα κλειστά.
Κύπρος, Νοέμβριος 2018
Εκεί που κάποτε ζήσαμε, τώρα κλειστά.
Κύπρος, Νοέμβριος 2018
Αθήνα 2018
Bρυξέλλες, Νοέμβριος 2018
Στο αεροπλάνο κάθεται δίπλα μου νέα όμορφη τουρκοκύπρια με βρετανό σύζυγο και δίδυμα τρίχρονα ξανθά με καστανά ματάκια, ένα αγοράκι κι ένα κοριτσάκι. Από την ώρα που απογειωνόμαστε μέχρι να φτάσουμε δεν ησυχάζουν, η μικρή κρατάει την Pepa της, μια της τραγουδάει, μια της αλλάζει την πάνα, μια της φωνάζει να ξυπνήσει. Ο μικρός λέει συχνά «mama, it’s Christmas now, I want a present. Yes mummy it’ s Christmas». Η κουρασμένη, με μαύρους κύκλους μαμά προσπαθεί να τους ησυχάσει, it’s time to sleep kids, please have a nap. Αυτά το βιολί τους και την Pepa και τον George τους. Σημειωτέον ότι ο μπαμπάς βοηθάει τα μάλα, δέκα φορές τουαλέτα τα μικρά, daddy im hungry κι αυτός τους δίνει φαγητό κτλ κτλ.
Εδώ ν’ αναφέρω ότι στις τέσσερις ώρες ταξίδι παραγγέλω κρασάκι, ανοίγω καινούργιο βιβλίο που «διψάω» να διαβάσω, ζω σ’ ένα άλλο σύμπαν από αυτό της μαμάς δίπλα μου, ξεχνώντας στιγμιαία ότι κάποτε πέρασα κι εγώ τον ίδιο δρόμο με τα δικά μου παιδιά. Τίποτα δεν μ’ ενοχλεί πια- περίεργο για τις ιδιοτροπίες μου- μάλλον το κρασάκι βοήθησε να κλείσω αυτιά και να βυθιστώ αλλού κι επίσης ότι τα δικά μου «βασανάκια» δεν είναι πια τριών, αλλά γνωρίζω ότι φέρνουν άλλα βάσανα μεγαλώνοντας.
Κάποια στιγμή η μαμά δεν αντέχει, μου απολογείται στ’ αγγλικά για τη φασαρία και μου λέει συγγνώμη που διαβάζετε και απολαμβάνετε το κρασί σας, (αχ τι πολυτέλειες) με το σύννεφο πάνω απ’ το κεφάλι της να γράφει: «I want a glass of wine too». Παραγγέλνω ακόμη ένα κρασάκι και της λέω να πιούμε παρέα και τότε το αγοράκι της λέει:
– Μama, she looks like your sister but she is your friend. Anne, (=μάμα στα τούρκικα) this is your friend και μεις χαμογελάμε τσουγκρίζοντας τα πλαστικά ποτήριά μας.
«Fucking motherhood, have some patience for the next 40 years», της ψιθυρίζω και γελάμε ενώ τα μικρά διαβολάκια μάς κοιτάνε και λένε: they are friends.
Διαπίστωση της πτήσης: μεγαλώνοντας απέκτησα πιο πολλή υπομονή ή το προσπαθώ τουλάχιστον, τα παιδιά είναι παιδιά και καλά κάνουν εφόσον οριοθετούνται από τους γονείς τους και ναι η τουρκοκύπρια δίπλα μου θα μπορούσε να είναι αδελφή μου.
Όμοδος, Κύπρος 2018
Πάντα μου έλεγαν να μην ξεχνάω
τις επετείους, τις μαύρες μέρες
και τον θρήνο της χώρας που γεννήθηκα.
Μεγάλωσα με την μνήμη στις επετείους,
στους ήρωες μιας χώρας που δεν πρόλαβαν να θαφτούν σαν ήρωες.
Γερνάω με την μνήμη μου ξύπνια
για όσους πολέμησαν για να ζω εγώ σαν άνθρωπος.
Πως μπορώ να ξεχάσω;
Η Μελίνα ήταν δευτεροετής φοιτήτρια της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης. Άριστη μαθήτρια της Γερμανικής Σχολής Αθηνών, μοναχοκόρη, με πατέρα Καθηγητή Ιστορίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και μητέρα γιατρό, και οι δύο απόφοιτοι γερμανικών Πανεπιστημίων. Μικροκαμωμένη, με ξανθιά μακριά μαλλιά και πράσινα μάτια, μεγάλωσε σ΄ένα στεγνό κι αυστηρό περιβάλλον. Έτσι δεν είχε άλλη επιλογή πάρα να φοιτήσει στην Γερμανία, αφού οι γονείς της για εκεί την προόριζαν.
Πάντα της άρεσαν τα τρένα. Θυμάται μικρή τον πατέρα της να την πηγαίνει με το τρένο από την Κηφισιά που διέμεναν στο Θησείο και το Μοναστηράκι και να περπατάνε με τις ώρες στην Ακρόπολη κάνοντας μάθημα Ιστορίας. Παρατηρούσε πάντα τους ανθρώπους στο τρένο, τα ρούχα που φορούσαν, τις εκφράσεις τους, τις χειρονομίες, οι οποίες ήταν διαφορετικές και ποικιλόμορφες. Χαιρόταν να φτιάχνει στο κεφάλι της ιστορίες για την κυρία με το κόκκινο κραγιόν, τον παππού με το εγγονάκι στα γόνατά του, τα κορίτσια με τα ροδοκόκκινα μάγουλα που χαχάνιζαν σε όλη τη διαδρομή, το μελαμψό αγόρι που έμπαινε στο βαγόνι με το ακκορτεόν ζητώντας βοήθεια. Μέσα στο τρένο έβλεπε πάντα μια άλλη ζωή από την νεκρική ησυχία του σπιτιού της. Αποζητούσε αυτό το ταρακούνημα και τον θόρυβο κάθε Κυριακή για να της θυμίσει τη ζωή. Αυτήν που θα ήθελε να ζούσε.
Όταν μετακόμισε στην Χαϊδελβέργη, πριν ξεκινήσει ακόμα το εξάμηνο πήγαινε στον σταθμό του τρένου κι έμπαινε τυχαία σε όποιο ερχόταν για να μάθει τους ανθρώπους της πόλης που θα την φιλοξενούσε για τα επόμενα πέντε χρόνια. Η έκφραση των επιβατών εδώ, όποια γλώσσα κι αν μιλούσαν ήταν η ίδια στα μάτια της Μελίνας. Λες και αγόραζαν όλοι την ίδια έκφραση με το εισιτήριο: παγωμένη χειμώνα-καλοκαίρι, σαν να φορούσαν μια νεκρική μάσκα με το που έμπαιναν στο βαγόνι. ‘Ολοι είχαν μια πειθαρχία είτε όρθιοι είτε καθισμένοι μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.
Μα πιο πολύ την εντυπωσίαζε ότι σχεδόν όλοι οι επιβάτες του τρένου κρατούσαν ένα βιβλίο ανοιχτό και διάβαζαν. Δεν κοιτούσαν όταν το τρένο έβγαινε από το μαύρο τούνελ του, ούτε το χιονισμένο τόπιο, ούτε τις σταγόνες της βροχής στα παράθυρα, ούτε την ομίχλη του πρωινού, ούτε το πράσινο μιας χώρας όπου το νερό έρεε άφθονο. Διάβαζαν το βιβλίο τους, ίσως από φόβο μήπως σηκώσουν τα μάτια τους ψηλά κι αντικρύσουν την ζωή. Την δικιά τους και των γύρω τους: το ερωτευμένο ζευγάρι που αγκαλιάζεται, τους ανθρώπους στα μαγαζιά, άλλους που ξεκλειδώνουν τις πόρτες του σπιτιού τους, άλλους με τα σκυλιά τους να πηγαίνουν βόλτα. Όλοι μέσα στο τρένο της θύμιζαν κηδεία, πεθαμένους σε φέρετρα αποροφημένους σε σελίδες βιβλίων, είτε τα διάβαζαν, είτε τα κοιτούσαν, για να μην βλέπουν, να μην ακούν, να μην θορυβούν, να σιωπούν, να πεθαίνουν σιγά σιγά.
Ένα βροχερό απόγευμα Τετάρτης η Μελίνα μπήκε στο τρένο για να πάει σινεμά. Δίπλα της καθόταν μια νεαρή κυρία με μαντίλα, έμοιζε Τουρκάλα. Κρατούσε μια γερμανική εφημερίδα και η Μελίνα δεν μπορούσε να μην παρατηρήσει τα δάκρυα της Τουρκάλας που έσταζαν πάνω στην εφημερίδα. Αρχικά γύρισε το βλέμμα της αλλού. Οι στάγονες όμως από τα δάκρυα ακούγονταν αντιστικτικά με τις σταγόνες της βροχής. Δεν άντεξε. Μέσα σε λίγα λεπτά η Μελίνα δίπλωσε ευγενικά την εφημερίδα της τουρκάλας, της πρόσφερε χαρτομάντηλο και μ΄ενα φωτεινό βλέμμα της είπε στα γερμανικά:
– Κοιτάξτέ με. Είμαι εδώ. Γιατί κλαίτε; Αν θέλετε μπορείτε να μου μιλήσετε. Αν όχι δεν πειράζει. Είμαι εδώ. Η ζωή είναι εδώ. Κοιτάξτε την!
Κύπρος, Νοέμβριος 2018
Μπορεί να είναι κλειστά μα η ομορφιά τους πάντα θα εγκλωβίζει το βλέμμα και όσα όμορφα κρύβονται μέσα τους.
Λόφου-Κύπρος, Νοέμβριος 2018
ΙΔΕΕΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.
Πολιτισμικά, ταξιδιωτικά, κοινωνικά, ιστορικά, γαστρονομικά και γλυκά θέματα σε μία αλλιώτικη ιστοσελίδα!
a.k.a. kouzinovia - a greek word describing a female person who lives in the kitchen. Always.
nine-twenty-five
"...but whoso did receive of them / And taste, to him the gushing of the wave / Far far away did seem to mourn and rave / On alien shores; and if his fellow spake, / His voice was thin, as voices from the grave; / And deep-asleep he seem’d, yet all awake, / And music in his ears his beating heart did make." (Lord Alfred Tennyson, "The Lotos-Eaters")
Look into our mirrors...You will see the most amazing things...
Διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας πάρουν στα σοβαρά, κάτι που είναι η αρχή του τέλους. — Ζαν Κοκτώ —
Σημειώσεις ενός μεταφραστή για τα έργα του Thomas Pynchon
It's not over
Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο
Περιοδικό Φύλλο Επιλεγμένης Λογοτεχνίας
3 Ευχές και Καταϊδρωμένες
Ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα
interdisciplinary literature festival
ΙΔΕΕΣ. ΚΡΙΤΙΚΗ. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ.
Πολιτισμικά, ταξιδιωτικά, κοινωνικά, ιστορικά, γαστρονομικά και γλυκά θέματα σε μία αλλιώτικη ιστοσελίδα!
a.k.a. kouzinovia - a greek word describing a female person who lives in the kitchen. Always.
nine-twenty-five
"...but whoso did receive of them / And taste, to him the gushing of the wave / Far far away did seem to mourn and rave / On alien shores; and if his fellow spake, / His voice was thin, as voices from the grave; / And deep-asleep he seem’d, yet all awake, / And music in his ears his beating heart did make." (Lord Alfred Tennyson, "The Lotos-Eaters")
Look into our mirrors...You will see the most amazing things...
Διατρέχουμε τον κίνδυνο να μας πάρουν στα σοβαρά, κάτι που είναι η αρχή του τέλους. — Ζαν Κοκτώ —
Σημειώσεις ενός μεταφραστή για τα έργα του Thomas Pynchon
It's not over
Μικρά που έμειναν στο Περιθώριο
Περιοδικό Φύλλο Επιλεγμένης Λογοτεχνίας
3 Ευχές και Καταϊδρωμένες
Ένα ιστολόγιο για το μικρό διήγημα
interdisciplinary literature festival