Σκέψεις στο κλισέ mood του απολογισμού και ενόψει της καινούργιας χρονιάς. Το 2018 δεν ήταν καλή χρονιά και καλά κάνει που φεύγει. Πικράθηκα, έκλαψα, έχασα ανθρώπους, πόνεσα και κάηκα αρκετά. Ταξίδεψα όμως στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τις Βρυξέλλες, το Στρασβούργο, το Μόναχο. Όλοι ωραίοι τόποι, αλλά κρατάω βαθιά εκείνη την μέρα που επέστρεψα στον τόπο που γεννήθηκα, στις θάλασσες της Καρπασίας, την Κερύνεια, το Μπελαπάις στην κατεχόμενη Κύπρο. Κρατάω τις ανεπανάληπτες στιγμές με τους μαθητές μου και τα πολύτιμα μαργαριτάρια τους. Ένα τεράστιο ευχαριστώ και μια σφιχτή αγκαλιά στους λίγους πια, μα πραγματικούς φίλους που ήταν πάντα παρόντες στα εύκολα μα πιο πολύ στα δύσκολα διαχωρίζοντας τον άνθρωπο πίσω από κάθε όνομα και τίτλο. Γιατί στη λύπη φαίνονται οι φίλοι και στη χαρά οι εχθροί. Άλλως πως, έχουμε αυτό που αξίζουμε και προσφέρουμε αυτό που μας πείθει κάποιος ότι αξίζει.
Εκπνέει όμως και μια διαβολεμένη χρονιά με ανθρώπινες απώλειες, με αρρώστιες, με πυρκαγιές, με βάρκες φορτωμένες προσφυγιά, κυνηγημένους, ασύλληπτες βαρβαρότητες, με μια μπόχα θανάτου, μισανθρωπία μ΄έναν ακάλυπτο και αμφιθεατρικό φανατισμό και ρατσισμό, με υποκρισία, με φρενοπάθεια και με πολλά γιατί αναπάντητα.
Θέλω όμως να πιστεύω πως υπάρχει ένα φως σε κάθε σκοτάδι, πως τα λόγια δεν είναι μόνο ξερές λέξεις μα γίνονται πράξεις αγάπης. Γιατί η αγάπη είναι τα έργα μας. Η ζωή είναι πολύ σύντομη κι όταν οι λέξεις μας είναι γυμνές από αληθινή αγάπη, έρωτα και ειλικρίνεια τότε η ζωή μοιάζει να είναι ακόμη πιο μικρή και σύντομη.
Εύχομαι σε όλους πολλή υγεία μέσα κι έξω, μια χρονιά με λιγότερο φασισμό, πόνο, φτώχεια, τσιγκουνιά, αγένεια και περισσότερη αγάπη και εμπιστοσύνη σε ό,τι έρχεται. Μακάρι η καινούργια χρονιά να είναι αυτή που θα κλείσουν οι πληγές και οι ανοιχτοί λογαριασμοί με την Ιστορία. Καλή χρονιά σε όλους!
Μήνας: Δεκέμβριος 2018
Schnee im Himmel
Munich, December 2018
Οι γονείς μας
Δεν ζούμε πια μαζί. Μας χωρίζουν ίσως θάλασσες, βουνά, πολλά χιλιόμετρα. Τους βλέπουμε δύο-τρεις φορές τον χρόνο. Βλέποντάς τους γονείς μας να μεγαλώνουν και να γερνάνε αντιλαμβάνομαι πόσο σπουδαία είναι η μικρή ή μεγαλύτερη κουβέντα μαζί τους, η αγκαλιά, το γέλιο, το ξεδίπλωμα των βαρών και των χαρών που κουβαλάμε κι ας είμαστε και μεις πια μεγάλοι, αλλά δεν θα πάψουμε ποτέ να είμαστε τα παιδιά τους. Και η επιστροφή κοντά τους θα είναι πάντα γλυκόπικρη, αλλά θα είναι ακόμη μια σημαντική σύναξη μνήμης.
Η αυγολέμονη
«Αν φτιάξεις σούπα αυγολέμονη» θα έρθω», έλεγε και ξανάλεγε όσες φορές την παρακαλούσα να ρθει στο σπίτι μας αυτές τις γιορτινές μέρες. Έμενε σ΄ένα σπίτι στον προσφυγικό συνοικισμό και παρά τα ογδόντα κάτι χρόνια της έκανε μόνη όλες τις δουλειές που αυτή ήθελε να κάνει: μαγείρευε, έπλενε πιάτα και τα ρούχα που φορούσε, όλα μαύρα από τότε που έχασε τον άντρα της, φρόντιζε τα λουλούδια της, μα πιο πολύ αυτές τις δύο πορτοκαλιές και την λεμονιά στην αυλή της.
«Πάρε όσα λεμόνια θες, παιδί μου, είναι φορτωμένη δεν την βλέπεις;» μου έλεγε κάθε φορά που την προσκαλούσα στο σπίτι μας τα Χριστούγεννα για το γιορτινό τραπέζι. Δεν ήθελε να ξεβολευτεί από τον μικρόκοσμό της. «Μια χαρά είμαι και δω. Εσείς είστε πολλοί και τα μικρά φωνάζουν, τρέχουν από δω και από κει κι εγώ έμαθα στην ησυχία μου. Να βγεις στον κήπο να μαζέψεις πορτοκάλια και να φτιάξεις και μια πορτοκαλόπιτα για επιδόρπιο. Είναι πολύ γλυκά τα πορτοκάλια μου φέτος που έβρεξε πολύ».
Μιλούσε για τα φρούτα της σαν να μιλούσε για τα παιδιά που ποτέ δεν έκανε. Μετά τον πόλεμο έμεινε άνεργος ο άντρας της, ήρθε και η βαριά κατάθλιψη και δεν χωρούσε πια καμιά επιθυμία για παιδιά και έγνοιες περιττές. Και κάθε φορά που μαράζωνε εκείνη, έβγαινε στην αυλή και καμάρωνε τα φορτωμένα με καρπούς δέντρα της.
Φέτος μετά την εκκλησία, έβαλα λίγη αυγολέμονη σε μια κατσαρόλα και της την πήγα. Όταν κτύπησα το κουδούνι μια γειτόνισσα μου άνοιξε την πόρτα. «Η θεία σας είναι πολύ άρρωστη εδώ και λίγες μέρες. Ήθελα να σας ειδοποιήσω, αλλά δεν έβρισκα το νούμερο του τηλεφώνου σας», μου είπε γλυκά η γυναίκα, της οποίας ούτε το όνομα δεν γνώριζα.
Πήγα στο υπνοδωμάτιό της και νόμιζα που κοιμόταν όταν είδα τα μάτια της κλειστά. «Θεία σου έφερα λίγη αυγολέμονη να φας. Και μετά θα πάμε στο σπίτι, να μείνεις λίγες μέρες μαζί μας», της ψιθύρισα. Δεν απάντησε. Έμεινε εκεί με τα μάτια της κλειστά. Κάθησα δίπλα της για πολλή ώρα κρατώντας το χέρι της. Και η αυγολέμονη είχε ήδη κρυώσει στον πάγκο της κουζίνας.
Es Weihnachtet
Munich, December 2018
Die Schöncheit der Einfachheit
Munich, December 2018
Die Liebe
Χριστουγεννιάτικη βόλτα
Όταν ήμουν μικρή με πήγαινε πάντα με το λεωφορείο στο κέντρο της πόλης για τα χριστουγεννιάτικα ψώνια. Θυμάμαι κολλούσα το πρόσωπό μου στο τζάμι και κοιτούσα τους ανθρώπους και τις ζωές τους έξω απ’ το αχνισμένο παράθυρο. Βαριόμουν εύκολα τότε και προσπαθούσα να τα κάνω όλα παιχνίδι για να μην βαριέμαι. Έβλεπα τα βιβλιοπωλεία και φανταζόμουν τους συγγραφείς κρυμμένους πίσω από τις βιβλιοθήκες να γράφουν ατελείωτα με τους κονδυλοφόρους. Στα μικρά μαγαζία με τα παιχνίδια έβαζα έξυπνα αγόρια να ενώνουν κομμάτια φτιάχνοντας ουρανοξύστες. Όταν περνούσαμε έξω από τα Δικαστήρια στην Ευελπίδων έβλεπα τους κουστουμαρισμένους δικηγόρους κι αναρωτιόμουν αν τους σφίγγουν οι γραβάτες και τα παπούτσια τους.
Μόλις κατεβαίναμε στην στάση μ’ έπιανε σφιχτά από το χέρι, μου έφτιαχνε τον σκουφί στο κεφάλι και μου ΄δινε ένα ζεστό φιλί στο παγωμένο μου μάγουλο. Αγαπούσα αυτό το φιλί περισσότερο και από τις χριστουγεννιάτικες βόλτες μας. Ποτέ η βόλτα μας δεν έμοιαζε με βόλτα, γιατί περπατούσε σε γοργούς ρυθμούς. Όταν σταματούσε σε βιτρίνα, χαλάρωνε το χέρι της, στροβιλιζόμουν τότε γύρω από τον ευατό μου και της ζητούσα να μου πάρει κάστανα. «Όχι τώρα, μόλις τελειώσουμε τα ψώνια», μου απαντούσε κοφτά και κοιτούσε μέσα στο τζάμι της βιτρίνας. Δεν μ΄ένοιζε ποτέ τι έψαχνε. Δεν μου άρεσαν ποτέ οι βιτρίνες. Περίμενα μόνο να σταματήσουμε στον καστανά. Τότε μόνο είχα την ψευδαίσθηση πως είμαστε μαζί.
Θυμάμαι κάποια Χριστούγεννα μπήκαμε σ΄ένα υπερκατάστημα της πόλης. Εγώ χάζευα τα παιχνίδια κι αυτή έμεινε ακίνητη μπροστά στο στολισμένο δέντρο. Κοιτούσε πολλή ώρα το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, ώσπου στο κέντρο μιας μεγάλης γυαλιστερής μπάλας, είδε να καθρεφτίζεται ο χρόνος που την κυνηγούσε. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο χρόνος της ήταν τόσο πολύ σημαντικός έτσι ώστε να ξεχνά δικά μου σημαντικά. Ήμουν τελειόφοιτη στο Γυμνάσιο όταν «έφυγε».
Μια από αυτές τις μέρες θα περάσω να της αφήσω κάστανα. Τα αγαπούσε όσο κι εγώ.
Ακόμα ανθίζει
Κάποτε είχα μια γλάστρα που μαράθηκε και μια λάμπα που έσπασε κι ένα βιβλίο που δάνεισα και δεν το πήρα πίσω ποτέ ξανά. Όλα δώρα φίλων που «έφυγαν» και πίσω έμειναν τα γιατί και τα διότι αναπάντητα. Όσα άντεξαν στον χρόνο έχουν μια ομορφιά που ποτέ δεν το βάζει κάτω.