Σπουδή

Κάθισε στο σκαμπό του πιάνου,

άνοιξε την παρτιτούρα μιας

ξεχασμένης μουσικής

νότες μισοσβησμένες

μιας σπουδής σε ρε δίεση ελάσσονα.

Μέτρησε όλα του τα δάχτυλα,

τα βρήκε δέκα.

Ακέραιο δεν τον άφησε το πάθος του γι’ αυτήν.

Απολεσθέντα

Κάπου έχουν χαθεί. Έχουν ξεχαστεί σ’ ένα ταξί, σ’ ένα σπίτι, σ’ ένα παγκάκι, σ’ ένα κορμί. Κάτω απ’ το χιόνι, στον θαλασσινό βυθό, πίσω απ’ τις κόρες των ματιών. Έχουν χαθεί, μα βρίσκονται κάπου αλλού. Πες το από θαύμα ή από τύχη.

Ποτέ δεν ξέρεις

Ποτέ δεν ξέρεις αν θα σε πετύχει η συγκίνηση που αποφεύγεις με τόση επιμονή. Ποτέ δεν ξέρεις αν θα επιστρέψουν κάποτε αυτοί που έφυγαν απροσδόκητα. Ποτέ δεν ξέρεις αν η νοσταλγία σου θα χτυπήσει την πόρτα. Ποτέ δεν ξέρεις αν θα ξαναβρείς τις λέξεις να πεις έναν άνθρωπο αδελφό σου. Ποτέ δεν ξέρεις αν θα ερωτευτείς στην ηλικία που νόμιζες, ότι την είχες γλυτώσει. Ποτέ δεν ξέρεις αν ο αποχαιρετισμός θα είναι ο τελευταίος.

Το φορτίο

Περπατούσε κουβαλώντας το φορτίο του. Δευτερόλεπτα μετά έγινε το κακό. Ό,τι κουβαλούσε μαζί του, -το  μικρό και το μεγάλο – τον προστάτεψε από την συντριβή. Από τότε, κάθε φορτίο έχει το χρόνο μέσα του. Με τρυφερότητητα το αφήνει στην άκρη, το κοιτάει με ευγνωμοσύνη. Κάθε συντριβή ένα κομμάτι της κερδισμένης του ζωής.

Στο χώμα

Η Δήμητρα παλεύει κάθε μέρα με την γη στην πίσω αυλή. Ξεχορταριάζει ταγριόχορτα, τραβάει τις γλιστρίδες -δεν τις θέλει- γιατί όποιος τις τρώει μιλάει πολύ, ‘λέγαν οι παλιοί. Κρατάει μονάχα τις μολόχες και τις τσουκνίδες, τις βράζει στο καυτό νερό για να τις φάει ή να πιει το πικρό ζουμί τους. Με τη τσάπα σκαλίζει το χώμα, με τη τσάπα σκοτώνει τα σκουλίκια και τους γυμνοσάλιαγκες –κακό χρόνο ναχετε, που μου τρώτε τα ζαρζαβατικά. Δεν φοράει ποτέ γάντια, τα νύχια της γίνονται καφέ, στα δάχτυλά της φυτρώνουν ρίζες, οι γαλότσες της ασπρίζουν απ’ το χώμα. «Οι πορτοκαλιές θέλουν κλάδεμα, ν’ αυλακώνεις τα δέντρα. Σε λίγες μέρες να κόψεις και τα κυδώνια, κυδωνόπαστο να κάνεις, να σε γλυκάνει», ακούει μια φωνή μέσα στα χόρτα. Η Δήμητρα αγνοώντας την, συνεχίζει με δύναμη να τσαπίζει. Δυο έτοιμοι λάκκοι χάμω περιμένουν τα νέα φυτά τους. «Που πήγες τις κότες; Φρέσκα αυγά απ’ το δικό σου το κοτέτσι, καημένη μου, δεν θες; Τις ελιές δεν τις μάζεψες εφέτος», συνεχίζει η φωνή να μουρμουρίζει. Η Δήμητρα γονατίζει στη γη, παίρνει την κόκκινη τριανταφυλλιά με τα γυμνά της χέρια και την φυτεύει βαθιά, πολύ βαθιά στο χώμα. Με την άκρη του ματιού της βλέπει τη μαύρη της φούστα με τις ξηλωμένες άκρες και τ’ άσπρα ξέπλεκα μαλλιά της να σέρνονται στη γη. «Άσε με ήσυχη μάνα, τι θες εδώ; Ούτε τις ελιές, ούτε τις πορτοκαλιές σου θέλω. Τριαντάφυλλα στο κήπο να μοσχοβολούν και γιασεμί μονάχα θα φυτέψω. Τις κότες, μάνα, της έδωσα στη γειτόνισσα. Τι να τα κάνω τ’ αυγά, αφού παιδί πια δεν έχω;» και με τα χέρια της γυμνά η Δήμητρα μπήγει βαθιά στη γη την κόκκινη τριανταφυλλιά. «Λίπασμα να βάλεις», λέει κοφτά η φωνή και χάνεται πίσω απ’ τα δέντρα. Αρχίζει ξαφνικά να βρέχει. Αίμα και νερό κάνουν  ένα παράξενο ρυάκι γύρω απ’ την τριανταφυλλιά.

Πρώτη δημοσίευση στο 5ο τεύχος του περιοδικού Φρέαρ

Παρτιτούρα

Κάθισε στο σκαμπό του πιάνου

άνοιξε την παρτιτούρα μιας

ξεχασμένης μουσικής

νότες μισοσβησμένες

μιας σπουδής σε ρε δίεση ελάσσονα

μέτρησε όλα του τα δάχτυλα

τα βρήκε δέκα

Ακέραιο δεν τον άφησε το πάθος του γι΄αυτήν.