‘Ενας κόσμος χωρίς τέλος

Ξυπνάς με τους εφιάλτες και τα όνειρα της προηγούμενης νύχτας, κοιτάς τις καινούργιες ρυτίδες, αναζητάς την καφεΐνη όπως το βρέφος το βυζί της μάνας του, ετοιμάζεις μηχανικά τα πρωινά, το δικό σου, των υπολοίπων, κλείνεις την πόρτα του σπιτιού, σε χαιδεύει η μυρωδιά του δυόσμου και του βασιλικού, της νωτισμένης γης, μπαίνεις στο αμάξι, βάζεις μουσική στη διαπασών, στα φανάρια σε κοιτάνε οι άλλοι, τους κοιτάς, προχωράς, φρενάρεις, φτάνεις στο όποιο προορισμό σου. Και ξανά απ’ την αρχή. Ζωή. Ένας κόσμος χωρίς τέλος. Παρασκευή, τέλος Σεπτεμβρίου, αρχή του επόμενου. Ζωή.

14469710_10154368608445590_350348972523239113_n

Γιουσούφ

Σήμερα ήρθε στην τάξη μου ένας καινούργιος μαθητής: ο Γιουσούφ από τη Συρία. Φέραμε καινούργια καρέκλα να καθήσει δίπλα στον Αντώνη. Ο Γιουσούφ είναι δύο μήνες στο νησί, ήρθε με τα αδέλφια του με βάρκα, σώθηκαν,αλλά η μητέρα τους βρίσκεται στην Τουρκία. Δεν ξέρει ελληνικά ο Γιουσούφ, κάτι λέξεις μόνο. Στο διάλειμμα εφημέρευα στο προαύλιο και τον είδα μόνο του να κάθεται σ’ ένα ύψωμα με θέα το βουνό. Τον πλησίασα και τον ρώτησα:

– Είσαι καλά;

– Ναι.

– Η Κύπρος πως σου φαίνεται;

-Ωραία, όχι μπουμ μπουμ, μου λέει και βάζει τα χέρια στ’ αυτιά του.

Του χαμογέλασα και απομακρύνθηκα βουρκωμένη. Σήμερα έχει μια γλυκιά ζέστη, είναι ήσυχα εδώ στο σχολείο του χωριού και ο Γιουσούφ απολαμβάνει τη θέα. Χωρίς μπουμ μπουμ.

(Η φωτό είναι από το χωριό Όμοδος, ορεινό χωριό της Κύπρου,  από ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Οι καρέκλες περιμένουν τους καινούργιους ένοικους.)

(Θ)αν

Ανάμεσα στο α και στο ν ζεις μια φαντασίωση, το ψέμα  που σε τρέφει. Ανάμεσα στο θ και στο α αναπνέεις με στόμφο, διαφραγματικά.

Ανάμεσα στο θα και στο αν αργοπεθαίνεις.

Έντεκα λόγοι γιατί αγαπώ την Αθήνα

1. Οι φίλοι, παλιοί και νέοι, οι άνθρωποι της καρδιάς μου, που συναντώ ή ξαναβρίσκω και ακουμπώ άφοβα, τις ιστορίες, τις χαρμολύπες μου, την σιωπή και τον θόρυβό μου.
2. Τα «δώρα» μέσα στις σακούλες από τα βιβλιοπωλεία και η μυρωδιά των βιβλίων.
3. Οι παραστάσεις: θεατρικές, μουσικές, χορευτικές και φυσικά τα θερινά τα σινεμά.
4. Το «βρώμικο» στη Πλατεία Μαβίλη, (δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα) το «Μπρίκι» και το «Λώρας».
6. Τα πορτοκαλί τρόλεϊ και το φρενάρισμά τους.
7. Η πλατεία Εξαρχείων και ο Κάβουρας.
8.Τα ποτά και τα ξενύχτια, τα μεθύσια που ποτέ δεν γερνάνε.
9. Οι χειροποίητοι θησαυροί στο Μοναστηράκι.
Οι πράσινες γωνιές της, εμποτισμένες με νέφος μεν, σε «στέλνουν» σε άλλες εποχές δε και χάνεσαι στον ήλιο και στα ούζα.
10. Η Βαβελ στο Μαρούσι, BABEL Πυρήνας Τέχνης, το βαφτιστήρι μου, η αγάπη μου η μεγάλη που φουντώνει και μεγαλώνει!

11. Oλες οι δυνατότητες που σου δίνει αυτή η πόλη και ας μην τις εξαντλήσεις ποτέ.

 

10386363_10153135846835590_827782656763590016_n

Αμπελόκηποι, Αθήνα

Σ’ αγγίζω

Όσο αγγίζουμε ακόμη ο ένας τον άλλο, όσο ακούμε τις ανάσες μας, όσο χαιδεύουμε τα μαλλιά, όσο χανόμαστε στους ουρανίσκους μας, όσο ζαχαρώνουμε τα χείλη μας με φιλιά, όσο σκουπίζουμε την λύπη των δακρύων μας, όσο δεν αφήνουμε την γύμνια να κρυώσει από πάθος και πόθο, όσο σβήνουμε τις αποχές και τις ενοχές, τις ελλείψεις και τις τύψεις, όσο τα σκοτάδια μας φωτίζονται και οι σκιές μικραίνουν, όσο δεν λειτουργούμε σαν μπιμπελό, όσο δεν περπατάμε σε ξυλοπόδαρα, όσο με ψάχνεις και σε ψάχνω, όσο κάνουμε διαδρομές, όσο έχουμε αδυναμίες, όσο ζούμε ακόμα.

Ριζιμιά

Βαθιά ριζωμένη και όρθια,

έκλεισες αθόρυβα χωρίς να κοιτάξεις πίσω.

Χωρίς αποχαιρετισμούς, τίτλους τέλους  κι αντίο.

Στέκεσαι μόνη, δεν είσαι έρημη.

Όλοι κοιτάνε το κόκκινο που φοράς σαν φυλακτό

και το πράσινο που σ’ αγκαλιάζει.

 

Στέκεσαι όρθια χωρίς καμιά απουσία και λύπη.

Όλοι σε καμαρώνουν με θαυμαστικά κι επιφωνήματα.

Χωρίς ίσως και γιατί.

Όταν θα ρθει η ώρα,

θ’ ανοίξεις.

Άφοβα και λυτρωτικά.

Όμοδος, Κύπρος Σεπτέμβριος 2016