Αποχαιρετισμοί

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, τέτοια λόγια. Δεν αγαπώ τους αποχαιρετισμούς και δεν θα τους αγαπήσω ποτέ. Αλλά θα συμβαίνουν πάντα, αδιαφορώντας για μένα και τον καθένα, που τους σιχαίνεται. Mετά τις βραβεύσεις, το χειροκρότημα, τις αποφοιτήσεις, ιδιαίτερα φέτος που τις «ντύσαμε» αλλιώς, μένουν αυτά τα φωτεινά πρόσωπα των μαθητών, που σε κοιτάνε με ευγνωμοσύνη σιωπηλά, αλλά κατάματα και νιώθεις τυχερός που ήσουν ένα μικρό κομμάτι της ενηλικίωσής τους. Και θα σε βρίσκουν πάντα μετά από χρόνια κάπου φωνάζοντάς σου «Κυρία, με θυμάσαι;». Και συ θα αναρωτιέσαι (ή και πάλι όχι) σε ποια χρονιά συναντηθήκατε με αυτά τα παιδιά, που τώρα μεγάλωσαν, αυτά θυμούνται και συ έχεις συστηθεί ήδη με το αρχόμενο Αλτσχάιμερ.
Σήμερα φυσάει μια λυπημένη χαρά, αλλά και αισιοδοξία κι αγάπη, για όσα μας περιμένουν στη γωνία και με το βλέμμα, ότι όλα θα πάνε καλά.

Κύπρος, Ιούνιος 2020

Στη Χρυσάνθη

Τις νύχτες μελετούσε τις νότες στο κορμί της.

Οι μπούκλες των μαλλιών της φέγγιζαν στο σκοτάδι.

Στα χείλη της φώλιαζε ο πόθος του

κι έσκυβε να πάρει την πάχνη των φιλιών της.

Μα ένα βράδυ ενός παράξενου Απρίλη

φύσηξε ξαφνικά ένας αέρας δυνατός,

κι εκείνος δεν κατάφερε να την κρατήσει.

Σήκωσε το σεντόνι και είδε τη σιωπή στο αδειανό κορμί της.

Δεν κρατάνε πια ο ένας το χέρι του άλλου.

Οι νότες έμειναν ασάλευτες και η μουσική σύνθεση ημιτελής.

«Χάθηκε για μας ο Χρόνος» μουρμούρισε στ’αυτί της.

Κι ο μετρονόμος συνέχιζε σ’ έναν παράξενο ρυθμό ν’ακούγεται στο πιάνο.