Το χωραφούιν

Έσσιεις έναν χωραφούιν, όι πολλά μεγάλον. Εκληρονόμησες το που άλλους. Αφήκαν το όμως στο έλεος του Θεού. Εν γεμάτον με ξερόχορτα, παλιοσίερα, μαστραπούθκια αγιωμένα, ρότσους που κρύφκουνται οι κουφάες τζαι οι κουρκουτάες, τζαι πολλά άλλα σκουπίδκια που ο καθένας που περνά που πόξω πετάσσει τα μες το χωραφούιν σου. Τζαι περνούν τα χρόνια τζαι εν αφημένον με τες ξημαρισσιές μέσα. Μα εσού αγαπάς το τζαι αρκεύφκεις γιάλι άλι τζαι καθαρίζεις το: πετάσσεις τα ξερά που τα χλωρά, μαζεύφκεις τες πέτρες σε μιαν γωνιάν να τες βάλεις κάπου να ομορφύσει ο τόπος, μες τζέιντα μαστραπούθκια- άμαν εννεν τέλεια αγιωμένα- φυτεύφκεις τσαρτελούθκια ούλων των χρωμάτων τζαι βάλεις τα το ένα δίπλα τ’ αλλουνού τζαι λαλείς τους πόσον όμορφα ένι, θωρείς τα που μεγαλώνουν τζαι σσιέρεται τ’ αμμάτιν τζαι η ψυσσιή σου. Τζαι λαλείς που μέσα σου πως άξιζεν τζαι η κούραση, τζαι η δουλειά που έκαμες μες τζείντο χωραφούιν.

Οι ουλές

Έχει την υγεία της. Ακόμη. Εχει δύο παιδιά, όμορφα μέσα κι έξω. Μια δουλειά που τους τρέφει όλους. Δύο σπίτια που δεν της ανήκουν, αλλά τα έφτιαξε με πολύ μεράκι. Ένα διαμέρισμα στην Αθήνα, που της λείπει. Πιο πολύ της λείπουν οι φίλοι της εκεί ή καλύτερα οι αδελφικοί της φίλοι που ζουν και μεγαλώνουν σαν κι αυτή. Έχει τον σκύλο της, το τρυφερό αυτό πλάσμα. Έχει τη μουσική, το οξυγόνο που αναπνέει. Τα βιβλία που έγραψε κι εκείνα που έγραψαν οι άλλοι.

Κάθε βράδυ μετράει αυτά που έχει. Κάθε βράδυ βλέπει τις ουλές της. Τις χαϊδεύει τρυφερά, τις φιλάει κι έπειτα βυθίζεται στον ύπνο.