This morning

{This morning was something. A little snow
lay on the ground. The sun floated in a clear
blue sky. The sea was blue, and blue-green,
as far as the eye could see.
Scarcely a ripple. Calm. I dressed and went
for a walk — determined not to return
until I took in what Nature had to offer.
I passed close to some old, bent-over trees.
Crossed a field strewn with rocks
where snow had drifted. Kept going
until I reached the bluff.
Where I gazed at the sea, and the sky, and
the gulls wheeling over the white beach
far below. All lovely. All bathed in a pure
cold light. But, as usual, my thoughts
began to wander. I had to will
myself to see what I was seeing
and nothing else. I had to tell myself this is what
mattered, not the other. (And I did see it,
for a minute or two!) For a minute or two
it crowded out the usual musings on
what was right, and what was wrong — duty,
tender memories, thoughts of death, how I should treat
with my former wife. All the things
I hoped would go away this morning.
The stuff I live with every day. What
I’ve trampled on in order to stay alive.
But for a minute or two I did forget
myself and everything else. I know I did.
For when I turned back i didn’t know
where I was. Until some birds rose up
from the gnarled trees. And flew
in the direction I needed to be going.}

Raymond Carver

DSC00120

Munich, December 2017

Τhe story of a moment in Berlin

Η Wunderart Productions σε συνεργασία με τον Σύλλογο Ελλήνων Επιστημόνων Βερολίνου, Βρανδεμβούργου και το δίγλωσσο πολιτιστικό πόρταλ diablog.eu, ελληνογερμανικές συναντήσεις, παρουσίασαν την ομαδική έκθεση φωτογραφίας και το φωτογραφικό λογοτεχνικό άλμπουμ “The story of a moment” στη Γκαλερί Terzo Mondo στο Βερολίνο.

https://michaela-prinzinger.eu/el/genikou-endiaferontos/the-story-of-a-moment/

Η επιστροφή

Κάθε Χριστούγεννα επέστρεφε για λίγες μέρες στο πατρικό του. Όσο ζούσαν οι γονείς του ακόμη ένιωθε ότι ήταν καθήκον του να επιστρέφει εκεί, στο πατρικό του. Όχι για πολύ, τόσο όσο άντεχε αυτός, αυτοί και οι μνήμες τους.

Στο δωμάτιό του, στην σοφίτα τον περίμεναν-όπως πάντα- το στρωμένο του κρεβάτι, ένα σοκολατάκι στο μαξιλάρι, τα φρέσκα τριαντάφυλλα και ένα χειρόγραφο σημείωμα της μητέρας του στο κομοδίνο. Το ίδιο σημείωμα κάθε φορά: «Μας λείπεις και χαιρόμαστε πολύ την κάθε επιστροφή σου, μονάκριβε μας γιε.» Έπαψε πια να τα διαβάζει. Άνοιξε το σοκολατάκι, το έφερε στο στόμα, το έγλειψε δυο-τρεις φορές και το πέταξε στο καλάθι μαζί με το χρυσό του περιτύλιγμα.

Ήταν είκοσι χρονών και κάτι, σπούδαζε στο Μιλάνο τότε, όταν  τυχαία ανακάλυψε την αρρώστια του. Μια βαριά λοίμωξη στο αναπνευστικό τον οδήγησε σε ιατρικές εξετάσεις. «Είστε HIV οροθετικός», του είχαν πει τότε οι γιατροί. Τότε, την δεκαετία του ’80 που όλα ήταν ακόμα θολά, αδιευκρίνιστα για την «καταραμένη» τούτη αρρώστια. Τότε που εκείνες οι διακοπές στη Φλωρεντία, η γνωριμία του με τον Ιταλό θα σκηνοθετούσε την μετέπειτα ζωή του. Και όλα αναποδογυρίστηκαν. Γι΄αυτόν, για τις σπουδές του, για την οικογένειά του. Πέρασαν τριάντα χρόνια κι ακόμα ζει στη Ιταλία. Μόνος του πια. Αλλά ζει. Κι όταν επιστρέφει στο πατρικό του ντύνεται στα μαύρα. Όπως και η μητέρα κι ο πατέρας του, που δεν δέχτηκαν ποτέ ούτε την αρρώστια, ούτε τις επιλογές του γιου τους. Θυμάται τις ώρες απομόνωσής του, το φαγητό έξω από την κλειστή πόρτα του δωματίου του, τα «πλύνε τα χέρια σου», «μην αγγίζεις εδώ», τα ψέμματα στην αδελφή του και τους γείτονες. Κι όταν όλα σιγά- σιγά ησύχασαν κι εκείνος εξακολουθούσε να ζει, ζωντανός-νεκρός γύρισε πίσω στην Ιταλία.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι κοιτώντας το παράθυρο στο ταβάνι της σοφίτας και θυμήθηκε τον ευατό του μικρό παιδάκι. Θυμήθηκε εκείνα τα Χριστούγεννα, θα ήτανε 6-7 χρονών, που ο πατέρας του τού έδειξε σ΄εκείνο το παράθυρο το στοιβαγμένο χιόνι λέγοντας του ιστορίες για τον Άγιο Βασίλη μέχρι ν΄αποκοιμηθεί. Θυμόταν το πατέρα του τρυφερό, να τον παίρνει κάθε βράδυ αγκαλιά και τον φιλάει στοργικά στο μέτωπο διαβεβαιώνοντας την αιώνια αγάπη του. Tο κτύπημα στην πόρτα του δωματίου του τον συνέφερε από τις αναμνήσεις εκείνης της σχέσης που θρηνεί εδώ και χρόνια και τα βαριά βήματα του γέρου πια πατέρα του τον επανέφεραν στην ψυχρή πραγματικότητα.

-Έλα γιέ μου να φάμε. Η μητέρα σου και οι υπόλοιποι σε περιμένουμε. Το φαγητό είναι έτοιμο, είπε αργά ο πατέρας και τον άγγιξε στον ώμο. Χαίρομαι παιδί μου που επέστρεψες κοντά μας, συνέχισε σέρνοντας τα βήματά του προς την πόρτα.

– Κι εγώ πατέρα χαίρομαι που σε βλέπω, ψιθύρισε, έκλεισε τα μάτια του και δεν ξύπνησε ποτέ πια.

Η επιστροφή του ήταν ένα γεγονός.

 

Τριαντάφυλλα

[Σαν αγαπούν τριαντάφυλλον θέλεις να σ’αγαπώ, μα τζείνον εν λιόζωον γλήορα μαρανίσκει. Εν να σ’ αγαπώ, εν να σ’αγαπώ όντας ο κόσμος λείψη].

Παραφράζοντας τους αγαπημένους μου ποιητές Λιπέρτη και Μιχαηλίδη.

Μόναχο, Δεκέμβριος 2017

Το φως σου εντός μου

Σβήνεις, ανάβεις, θα σβήσεις θ΄ανάψεις.

Φως, σκοτάδι, χαρά, λύπη, ευτυχία, πόνος.

Γεννήσεις, θάνατοι, απώλειες, άδειες καρέκλες.

Ανάβω κεριά, εύχομαι, προσεύχομαι σ΄έναν Θεό.

Τον δικό μου, τον δικό σου Θεό, έναν άλλο Θεό.

Που είναι τούτος ο Θεός;

Δάκρυα που χύνονται τούτες τις μέρες για όσα δεν πρόλαβαμε να ζήσουμε μαζί.

Ανάβω, σβήνω και σε θυμάμαι.

Πάντα.

26027092_10155725082080590_1125550517_o(1)

Μόναχο, Δεκέμβριος 2017

 

 

 

Παλιός ή νέος πόνος;

Πάει ο παλιός ο πόνος;

Κάθε φορά που πονάω λίγο θυμάμαι εμένα παιδί.

Χαρούμενο, γελαστό, σκανδαλιάρικο.

Ο πόνος τότε μετατρεπόταν σε παιγνίδι.

Ο πόνος τώρα- μεγάλο παιδί πια- ένα άλλο παιγνίδι.

Εγωιστικό, πονηρό, ψυχοφθόρο παιγνίδι.

Πεθαίνει ο παλιός ο πόνος όπως εκείνο το σκανδαλιάρικο παιδί;

Έρχεται ο νέος, φωλιάζει στον παλιό κι αυγατίζει.

Ο πόνος φυτρώνει, μαραίνεται, επανέρχεται.

Δεν πάει ποτέ ο παλιός ο πόνος.

Αλλάζει μόνο όψη.

Και πονάει.