Η γιαγιά μου, η Κλεονίκη. Μια γυναίκα που τίμησε το όνομά της κυριολεκτικά. Η γιαγιά, που στο πρόσωπό της έβλεπα πάντα την ελευθερία και την πρόοδο ενσαρκωμένη. Η γιαγιά, που τα είχε μέχρι το θάνατό της τετρακόσια, που έμαθε μόνη να διαβάζει στα γεράματά της, που έφτιαχνε γλυκά μπουρέκια της αναρής και ξεροτήγανα για όλη τη γειτονιά και ύφαινε μοναδικές κουρελούδες στη βούφα (αργαλειό). Η γιαγιά, που κατέβαζε την μπύρα σαν νερό κι έτρωγε το ψωμί σαν να μην υπάρχει αύριο. Και όταν έφτασε ο καιρός, που είπαμε το ψωμί ψωμάκι, όταν έγινε η εισβολή του 74΄ η Κλεονίκη έμεινε εγκλωβισμένη στο χωριό της περιμένοντας τον μοναδικό της γιο Βαρνάβα, αγνοούμενο πολέμου να γυρίσει, μα δεν γύρισε πoτέ. Η Κλεονίκη, που είχα την τύχη να κληρονομήσω το σπίτι της, τις λεμονιές και τις ελιές της στο συνοικισμό προσφύγων είναι η δική μου Λωξάνδρα και ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή και «το χορτάρι της λησμονιάς αρχίζει κιόλας να φυτρώνει».

Σ΄ένα κουτί με σκόρπιες φωτογραφίες ξαναβρίσκω και πάλι σήμερα τη γιαγιά, πιο επίκαιρη από ποτέ. Η φωτογραφία είναι από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ «Νεκατωμένοι Αέρηδες» του Γιάννη Ιωάννου (1984) για τα βιώματα δυο γυναικών, μίας ελληνοκύπριας και μιας τουρκοκύπριας που έχασαν τα παιδιά τους. Δέκα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή δύο γιαγιάδες, δύο ηλικιωμένες Κύπριες, η Φατμά από την Ποταμιά και η Κλεονίκη από το Τρίκωμο συζητούν για την ζωή τους, το σήμερα, το χθες, για τα παιδιά τους που χάθηκαν, της μιας στον πόλεμο και της άλλης σε δυστύχημα. Η Κλεονίκη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σπίτι της στο Τρίκωμο και να προσφυγοποιηθεί και η άλλη δεν ακολούθησε τους υπόλοιπους Τουρκοκύπριους στα κατεχόμενα, λέγοντας ότι η πατρίδα της είναι το χωριό Ποταμιά στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου.Μια ταινία που προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα: τι είναι πατρίδα;
Ποια είναι η πατρίδα μου; Είναι μοιρασμένη, είναι χαμένη; Ερώτηματα που θα δυσκολεύομαι πάντα ν΄απαντήσω.
