Φύκια, κοχύλια,
ξαφνικές σπιλιάδες,
κύμα το κύμα.
«Πως γίνεται να είσαι τόσο όμορφη; Πως γίνεται αυτή η άσπρη σάρκα σου, όμοια σαν άγαλμα, να είναι τόσο παγωμένη;» Κάθεται δίπλα μου στη άμμο και με κοιτάει στα μάτια. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά την ώρα που το κύμα γλείφει τα γυμνά μου πόδια. Τα μάτια μου δακρύζουν. Μου φιλάει τα βλέφαρα, τη μύτη, τα μάγουλά μου. Μου φιλάει το λαιμό, τους ώμους και τις χαρακιές στα χέρια. Ακούω βαριά την ανάσα του, και η καρδιά του κτυπάει γρήγορα. Με ακουμπάει στα κοχύλια απαλά και μου κλείνει τα μάτια με τα δάχτυλά του. Μου ανοίγει τα πόδια και χάνεται στο υγρό μου αιδοίο. Κύμα το κύμα στα γυμνά κορμιά μας. Στα σκοτεινά νερά της θάλασσας καθρεφτίζεται ένα μικρό φεγγάρι. Πέφτουμε, βουτάμε στα βαθιά νερά. Ένας παράδεισος και μια κόλαση ταυτόχρονα. Αγκαλιασμένοι στον βυθό. Τα σώματά μας δεμένα στο υγρό κρεβάτι των ηδονών μας.
Ένας οξύς πόνος στην κοιλιά με σουβλίζει. Μια σκιά ανάμεσά μας. Το χέρι της απλώνεται στο μπράτσο του και τον τραβάει με δύναμη. «Έλα, μας περιμένουν. Μην αργείς», του ψιθυρίζει στ΄αυτί. Αυτός γλιστράει σαν χέλι κι εξαφανίζεται. Εκείνη κοντοστέκεται και με κοιτάει στο στήθος με οργή. Μου γεμίζει το στόμα με κοχύλια. Δένει τον λαιμό μου με αλυσίδες και τα χέρια μου πισθάγκωνα με φύκια τα τυλίγει. «Κάποτε ήμουν κι εγώ νέα, όμορφη σαν κι εσένα. Τα μυστικά πρέπει να τα κρατάμε μυστικά. Μην τον περιμένεις. Το στόμα του δεν έχει φιλιά για σένα. Μόνο δόντια, αίμα και πόνο έχει ο έρωτάς σας», μου λέει τραβώντας τις αλυσίδες στο λαιμό μου. Δεν μπορώ ν΄αναπνεύσω. Κόβεται η ανάσα μου. Νερό παντού απλώνεται στο υγρό μου δωμάτιο. Τον πότισα πρώτα ηδονές κι έπειτα έκοψα τις σάρκες μου και τις πέταξα στη θάλασσα.
Κομμάτια ξύλου, μυριάδες φύκια
νεκρά κοχύλια
γύρω απ΄ το ξεβρασμένο μου κορμί.