Πήγε και τον πήρε με το αμάξι της. Όμορφος, ψηλός, μελαχρινός μ΄ εκείνα τα ζεστά καφέ του μάτια. Κι αυτή όμορφα ντυμένη, όπως την περίμενε, όπως την θυμόταν. Έφτασαν σ΄εκείνο το εστιατόριο στην ακροθαλασσιά. Κεριά, κρασί, υπέροχη μουσική. Κι ένα τεράστιο φεγγάρι. Ένας ρομαντισμός, που δεν άντεχε κανείς από τους δυό. Ανθυγιεινός κι ανούσιος ρομαντισμός. Οι άνθρωποι είναι παράξενα και περίπλοκα πλάσματα σαν χταπόδια. Σαν το χταπόδι που έτρωγαν. Οι άνθρωποι είναι πλάσματα αρκετά ευαίσθητα, μα και ενστικτώδη ώστε να εκδικηθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όποιον τα απειλεί.
Το βράδυ κύλησε με αλήθειες, χωρίς ψέμματα αυτή τη φορά εκεί στην θάλασσα με το ολόγιομο φεγγάρι. Πρώτη και τελευταία φορά που μίλησαν τόσο ειλικρινά για τις ζωές τους, την κοινή και τις ζωές τους με τους άλλους. Έφυγαν διακριτικά και μπήκαν στο αμάξι χωρίς βασανιστικές αποστασιοποιήσεις, χωρίς ήττες των συναισθημάτων. Μόνο σωματικές αντιδράσεις και εκκρίσεις και αμοιβαίο νιώσιμο όπως ποτέ άλλοτε. Χημεία.
Μπήκε στο σπίτι, έβαλε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, κάθησε στο κρεβάτι της με τα άσπρα σεντόνια και χάιδευε με τα ακροδάχτυλα της το ποτήρι. Τότε ένιωσε την αίσθηση της απόλαυσης. Της δικής της ηδονής. Πάνω στο σώμα της, πάνω στα θέλω της. Σχέσεις παθιασμένες, σχέσεις πολύπλοκες, σχέσεις μπερδεμένες, αυτό που πάντα χρειαζόταν.
Και μετά σιγή, ησυχία, απουσία, σιωπή, επιστροφή στον ευατό της, τον φθαρτό, τον καθημερινό, τον ανθρώπινο. Επιστροφή στις μαύρες τελείες της, που περιμένουν να ενωθούν με ευθείες γραμμές μεταξύ τους. Περιμένουν όπως κι αυτή.