Στέκομαι σε απόσταση αναπνοής από τα flip flops και μυρίζω την αλμύρα τους. Μικρές αχτίδες του ήλιου περνάνε από τις σκιές των δέντρων και φεγγίζουν τους λιγοστούς εκείνους κόκκους της άμμου που δεν ξεπλύθηκαν από το νερό. Φωτογραφίες των παιδικών χρόνων, πολλά καλοκαίρια πίσω φλασάρουν τούτη τη στιγμή: πόζα στο βράχο με τη συγκομιδή της ημέρας από κοχύλια, πεταλίδες κι αχινούς, με μια φέτα καρπούζι που στάζει τη γλύκα του και τα πόδια στη θάλασσα να δροσίζονται από την καυτή άμμο, με τα μαλλιά καψαλισμένα από τον ήλιο και την μάνα να φωνάζει «βάλτε καπέλο» και τα flip flops ξέμπαρκα, αναποδογυρισμένα και χωμένα στην άμμο να ξεκουράζονται μέχρι να τα ξυπνήσουν πόδια, υγρά και ζαρωμένα από το νερό.
Και τώρα αυτά τα ζευγάρια ξημερώθηκαν στον ήλιο, καθαρά, στεγνά, αμίλητα και σε θωρούν και περιμένουν να τα πας βόλτα, να δώσεις τις δικές σου, εντελώς δικές σου απαντήσεις πέρα από το χρόνο, πέρα από το εδώ και το τώρα, πέρα από τις δικές σου και τις δικές μου επιθυμίες, περιμένουν να φανούν χρήσιμα, ν΄ αποκτήσουν πνοή και σημασία, περιμένουν ν΄ ανακαλέσεις μνήμες και στιγμές και σε ρωτάνε: που πήγαν εκείνα τα καλοκαίρια;