Η μάνα είχε ανοίξει το μεγάλο σαλόνι του σπιτιού. Άσπροι κρίνοι στα βάζα- ήταν μήνας Απρίλιος και είχαμε μπόλικους στην αυλή-, το κεντητό τραπεζομάντηλο της γιαγιάς είχε στρωθεί στο τραπέζι με το καλό σερβίτσιο να λάμπει, και τα καλοσιδερωμένα σόγια είχαν ήδη βυθιστεί στους μεγάλους καναπέδες του σαλονιού. Η αδελφή μου είχε φορέσει το μπεζ μεταξωτό φόρεμα που της έφερε η θεία Μάρθα κάποτε από ένα ταξίδι, φαινόταν πως την στένευε, το ίδιο και οι λουστρινένιες γόβες κι αυτές δανεικές από την μάνα μας. Δεν θυμάμαι ποτέ το Λενιώ μας να φοράει γόβες. Την έβλεπα να κρατάει με το δεξί της χέρι το μαργαριταρένιο κολιέ και να στριφογυρνάει σ΄ αυτό τα δάχτυλά της, που έμοιαζαν ιδρωμένα. Ο «γαμπρός» ο κύριος Τομ, ο Αυστραλός, που φήμες λένε, πως ήρθε στον Βόλο για να κάνει μπίζινες και να βρει μια καλή κοπέλα, μια σωστή σύζυγο θρονιάστηκε στην μεγάλη πολυθρόνα ακριβώς απέναντι απ΄ το Λενιώ.
Εγώ, η τέταρτη και τελευταία κόρη της οικογενείας, παρατηρούσα με περιέργεια τον Αυστραλό: χλωμός και ξερακιανός σαν το καλάμι, με κάτι τεράστια γυαλιά σαν κιάλια κρατούσε το λικέρ τριαντάφυλλο που τον είχε κεράσει η μάνα μας ολόχαρη, αφού το έφτιαξε με τα χεράκια της. Κρατούσε το ποτήρι και δεν το κρατούσε, ένα πράμα παράξενο. Τα χέρια του έτρεμαν και θαρρείς, πως ανά πάσα στιγμή θα λέκιαζε με το λικεράκι το γκρίζο του κουστούμι. Εκείνο όμως που μου τράβηξε πιο πολύ την προσοχή ήταν τα δάχτυλά του: λεπτεπίλεπτα και κοκαλιάρικα με φαγωμένα νύχια, σαν να μαρτυρούσαν πως δεν δούλεψε ποτέ σε χωράφια, ή δεν άρμεξε ποτέ κατσίκια ή δεν μάζεψε ποτέ ελιές από τα λιόδεντρα. Άραγε διάβαζε πολλά βιβλία, ή έπαιζε πιάνο ή μετρούσε δολάρια σε τράπεζα; Τι στο διάβολο γύρευε από την φαμίλια μας τούτος ο άντρας απ΄ τα ξένα; Τι να έχει να πει με το Λενιώ μας, που όλο και πιο πολύ την έσφιγγαν οι δανεικές της γόβες και το κολιέ φαινόταν σαν θηλιά στο λαιμό της;