Περιφερόταν στη δεξίωση μ΄ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Άλλοι έτρωγαν, άλλοι χόρευαν ή έκαναν πως χόρευαν, άλλοι μιλούσαν. Αυτή βαριόταν και τη σκιά της εκεί. Κοιτούσε τους καλεσμένους με την απορία σφηνωμένη στο κεφάλι της «πως βρέθηκα εδώ». Ήθελε πολύ να βγάλει τα κόκκινα τακούνια της και ξυπόλητη να βυθίσει τα πόδια στην άμμο της παραλίας κάτω απ΄ τη βίλλα. Χωρίς δεύτερη σκέψη κατευθύνθηκε προς στο μπαρ και ζήτησε ακόμη ένα ποτήρι κρασί- θεωρητικά θα μπορούσε να ζητήσει κι όλο το μπουκάλι- αποφασισμένη να εγκαταλείψει το βαρετό πάρτυ, να πάρει το καπέλο της και να πορευθεί αθόρυβα προς την παραλία.
Κατεβαίνοντας τα σκαλάκια από την πίσω πόρτα που τυχαία ανακάλυψε σιγοτραγουδούσε το Speak Low, που ακουγόταν εκείνη τη στιγμή στη δεξίωση. Λάτρευε αυτό το τραγούδι όσο το λάτρευε κι αυτός. Ζαλισμένη καθώς ήταν αναζήτησε το πρώτο παγκάκι που είδε μπροστά της για να καθίσει. Ο φανοστάτης ακριβώς δίπλα στο παγκάκι φώτισε το ασπρόμαυρο πουά φόρεμά της, που μετά από τόσο καιρό στα μαύρα αποφάσισε να φορέσει εκείνο το βράδυ. Δεν έφτανε μόνο αυτό, αλλά το συνδύασε και με τα κόκκινα παπούτσια. Τι διάβολο σκεφτόταν και ντύθηκε έτσι; Εκείνη την στιγμή της φαίνονταν όλα τόσο έντονα: οι πουα βούλες του φορέματος χόρευαν σαν δερβίσιδες στην κοιλιά της και το κόκκινο στα πόδια της φάνταζε σαν αίμα που ξεχύλησε από τις φλέβες κι έβαψε τις πατούσες κόκκινες. «Η ζαλάδα απ΄το κρασί θα φταίει. Αυτό φταίει. Πάντα κάποιος φταίει. Φταίει. Φταις. Φταίω!» σκέφτηκε.
Speak low when you speak, love
Our summer day withers away too soon, too soon
Speak low when you speak, love
Our moment is swift, like ships adrift, we’re swept apart, too soon
Speak low, darling, speak low
Love is a spark, lost in the dark too soon, too soon…
«Αυτό το γαμημένο τραγούδι πάλι!» φώναξε ακούγοντάς το και σηκώθηκε απ΄το παγκάκι, έβγαλε τα κόκκινα παπούτσια που της κτύπησαν τα πόδια και ξυπόλητη περπάτησε στην άμμο πηγαίνοντας προς τη θάλασσα.
Αρχές Φθινοπώρου και για κάποιους ήταν ακόμη καλοκαίρι προφανώς, αφού οι ομπρέλες θαλάσσης ήταν ακόμη παραταγμένες η μια δίπλα στην άλλη για να προσφέρουν σκιά στους λουόμενους. Εκείνο το βράδυ δε φυσούσε καθόλου και οι ομπρέλες στέκονταν ακίνητες, σχεδόν ψυχρές απέναντι στο πέλαγος. Έτσι κι εκείνη. Όταν πλησίασε στο κύμα, σήκωσε λίγο ψηλά το φόρεμά της κι έβαλε τα πόδια της στο νερό. Πάγωσαν τα δάκτυλα των ποδιών της κι ένιωσε το κρύο να διαπερνά κάθε της κύτταρο. Παρά το κρύο έβγαλε το φόρεμά της και συνέχισε να περπατά στο παγωμένο νερό με τα δάκτυλά της παγωμένα, το πρόσωπο της παγωμένο, την ψυχή της παγωμένη. Άρχισε να ουρλιάζει από πόνο και θλίψη, αποφασισμένη για όλα.
Από τότε που έφυγε αυτός, από τότε που δεν άντεξε τον πνιγμό του παιδιού τους και την άφησε μόνη στα κρύα του λουτρού ένα πρωινό, πέθανε μέσα της ότι ανθρώπινο είχε. «Εσύ φταις, εσύ έφταιξες για το παιδί». Αυτές οι λέξεις βουίζουν δυνατά στ΄αυτιά της έναν ολόκληρο χρόνο και δεν θέλει πια να βουίζουν. Δεν θέλει πια να πονάει. Δεν θέλει πια να φταίει.
«Μου λείπεις Μιχάλη μου, μου λείπεις παιδί μου», είπε και το νερό έγινε ακόμη πιο παγωμένο.