Κάθε Κυριακή, πολύ πρωί περπατούσε στην προκυμαία για να χαζέψει με τα υγρά της μάτια την αυγή. Με τ΄ακουστικά στ΄αυτιά και τα χέρια στις τσέπες. Δεν ήξερε που άλλου να τα βάλει, με μια αμηχανία παιδική να τα κρατάει ζεστά και κρυμμένα. Περπατούσε με εισπνοές βαθιές, διαφραγματικές κι εκπνοές αργές . Ήταν εκείνες οι εκπνοές από τα ταξίδια, τα φιλιά, τους έρωτες που δεν ξεχάστηκαν, τους μακρινούς φίλους, τις στιγμές ευτυχίας. Τις δικές της ανεξίτηλες στιγμές, που σαν συνωμοσία εξαπλώνονταν στο υπόστρωμα του δέρματός της. Αυτές οι στιγμές, μια προσωπική της συλλογή, που με επιμέλεια και φροντίδα, με κόπο και περηφάνια κρατούσε σα φυλακτό στο κουτί της μνήμης της. Και τις ανακαλούσε σε κάθε βήμα εκεί στην προκυμαία. Η δική της φωτεινή αλήθεια ή οι δαίμονες που κατοικούσαν στο κεφάλι της; Ούτε η ίδια δεν μπορούσε ν΄απαντήσει.
Κι όταν έφτανε στα βράχια έκλεινε τα μάτια, πατούσε το mute και συνέχιζε τις βαθιές εισπνοές. Άλλοτε έβλεπε το σώμα της να βουτάει στην μπλε θάλασσα και να βγαίνει γυμνή στη στεριά με την άμμο και τον βυθό στις παλάμες της περπατώντας ξυπόλητη στα ζεστά βότσαλα και το αλάτι της έγλειφε τα πόδια. Και άλλοτε έβλεπε τούτο το σώμα να αιωρείται ψηλά στο γαλάζιο και μαζί να αιωρούνται οι ελπίδες και τ΄ όνειρά της, προσμένοντας αυτόν που θα τα πραγματώσει. Και εκεί ψηλά άκουγε τα πουλιά που κελαηδούσαν τραγούδια τρυφερά και την ταξίδευαν ανάλαφρα σε κείνη τη γη, που τα θέλω δεν λίμναζαν και οι έρωτες δεν ήταν στο standby. Και εκεί σιγουρευόταν για την ζωή της και χαμογελούσε λυτρωτικά.
Κύπρος, 2015