Κάθε Παρασκευή

Κάθε Παρασκευή φοράω τα χρωματιστά μου φουστάνια και πηγαίνω στη δουλειά. Εκείνα με το κίτρινο του Βαγκ Γκογκ και τα μπλε του Νταλί. Στις φλέβες μου κυλάει ακόμη το κόκκινο του Ρόθκο και κάτω από το θολό μου δέρμα πνίγω τους στεναγμούς. Στην δουλειά με κοιτάνε έκθαμβοι. Πόσο χρώμα σε μια ζωντανή νεκρή;

49 χρόνων

Είσαι 49 χρόνων. Τα παιδιά σου μεγάλωσαν. Εσύ πάλι όχι. Ερωτεύεσαι εύκολα. Πονάς ευκολότερα. Η σοκολάτα παυσίλυπο. Τα κιλά σε αυξάνοντα αριθμό. Δεν τα κοιτάς πια. Δε σε κοιτάς πια όπως παλιά.

Είσαι 49 χρόνων. Τις Κυριακές περπατάς στην προκυμαία. Ο ήλιος φωτίζει τα κενά σου. Στο νησί πολλοί κολυμπάνε οκτώ μήνες τον χρόνο. Κι εσύ κολυμπάς για λίγο. Μετά βγαίνεις στη στεριά. Φοβάσαι μη βουλιάξεις.

Κανείς δεν άκουσε την κραυγή σου. Ψελλίζεις «βοήθεια». Χρόνια τώρα.

Β Ο Η θ Ε Ι Α. Ούτε εσύ δεν ακούς τη φωνή σου πια.