Οι κάσσιες

Μες τούντες κάσσιες* έπρεπε να βάλω πράματα της κοινής μας ζωής σε τούντο σπίτιν που αγάπησα πολλά. Εν εχωρέσαν ούλλα, ούτε τα δώρα που μας έκαμαν φίλοι τζαι συγγενείς, ούτε τζαι τζείνα που ενόμιζα πως θα είχαμεν μιαν ζωήν μαζί, κοινήν. Άφησα τα πίσω. Ήθελα να βαλω μες τες κασσιες τζαι έναν κομματούδιν που τούντο κεραμικόν που ερωτεύτηκα, όταν επρωτομπήκαμεν μες τούντο σπίτι. Εν έβαλα όμως. Εγεμώσα τες, έκλεισα μέσα τους κομμάθκια γερά ή σπασμένα, που εν να τα κουβαλώ μέσα μου για πάντα. Εν βαρετές κουτούτζιν οι κάσσιες μου. Κάποια στιγμή το βάρος τούτον εν να γίνει πιο λίον. Εν να φκερώσουν οι κασσιες τζαι τα βάρη. Μια πόρτα κλείει, τζαι μια άλλη αννοίει. Έτσι λαλούν.

  • κάσσια: κασόνι

Σχολιάστε