Α-δύνατον

Α-δυνατίζω, α-δυνατώ, α-δύνατον.

Προσέχω τι τρώω κι αδυνατίζω.

Προσέχω τι λέω και οι λέξεις μου λειψές.

Αδυνατίζουμε μαζί. Αδύνατον!

Συρρικνωθήκαμε πολύ και δεν ακουγόμαστε πια.

Δεν γράφω πια συχνά ή γράφω αδύνατα.

Μ΄ακούτε λέξεις;

Αδύνατον να αδυνατίζουμε.

Μη γίνεστε σκληρές.

Πως γίνεται αδύνατον το δυνατόν;

 

 

Σχολιάστε