Εν ξηλείφκει η αγάπη

Την αγάπην εν την τζιέφκεις*, ούτε την διάς αλοάρκαστα*. Άμα την έσσιεις εν ξιλείφκει* ποττέ.

τζιέφκω: τσιγγουνεύομαι
αλοάρκαστα: χωρίς να λογαριάζω
ξηλείφκω: τελειώνω

Σχολιάστε