Ένα μολύβι βαριέται(έ)

Του ζητούσανε να γράψει, να μιλήσει, ν΄αρθρώσει λέξεις. Κι αυτός βαριόταν.

Του ζητούσανε να τραγουδήσει, να χορέψει, να γλεντήσει. Κι αυτός βαριόταν.

Ούτε μέρες, ούτε νύχτες ασκείται πια. Τα μέσα του πέτρωσαν, σκλήρυναν με τον χρόνο.

Άρνηση, ανικανότητα, αποτυχία, αποθάρρυνση, ανασφάλεια.

Όλα τα α στερητικά σε μια δεξαμενή εντός και εκτός του.

Καμία επείγουσα ανάγκη να νιώσει το παραμικρό.

Βαριέται.

Και είναι ωραία έτσι.

20806744_10155364739690590_396792506_o

 

Σχολιάστε