Η μπανιέρα

Άφησε το καυτό νερό να τρέξει στην μπανιέρα και ο ολόσωμος καθρέφτης γέμισε υδρατμούς. «Καλύτερα», ψιθυρίζει, «Να μην με βλέπω. Πως έγινες έτσι: φαλάκρα, μπάκα, τυφλοπόντικας με τα γυαλιά μυωπίας», μονολογεί. Δεν άντεχε την εικόνα του, το είδωλο που αχνοφαινόταν στον καθρέφτη. Αφού μισογέμισε τη μπανιέρα, έκλεισε το νερό και μπήκε γυμνός μέσα χωρίς να νοιάζεται, αν η θερμοκρασία του νερού τσουρουφλίσει το δέρμα του. Το μόνο που ήθελε ήταν να απλωθεί σύγκορμος, να τεντωθεί και να παραδοθεί στο υγρό στοιχείο.

Όταν ήρθε από την Κομοτηνή στην Αθήνα για σπουδές νοίκιασε μια υπόγεια γκαρσονιέρα. Βασικά ένα δωμάτιο ήταν, θεοσκότεινο μ΄ έναν νιπτήρα στην μέση για να πλένει τρία πιάτα και μερικά ποτήρια, ένα παλιό κουζινάκι με δύο μάτια κι ένα ψυγείο που μούγκριζε κάθε δύο ώρες και νόμιζε κανείς πως θα διαλυόταν στα εξ ων συνετέθη. Το πρώτο πράγμα που ρώτησε την ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια όταν του έδειξε τη γκαρσονιέρα ήταν αν έχει μπανιέρα. Και αυτή χωρίς να μετακινηθεί από την μισανοιγμένη εξώπορτα του΄δείξε με τον δείκτη του αριστερού της χεριού την πόρτα της τουαλέτας. Ανοίγοντάς την ξαφνικά ο Γιάννης χαμογέλασε: αντίκρυσε μια μικροσκοπική γαλάζια μπανιέρα με σπασμένα τα γύρω-γύρω πλακάκια της- πράγμα που αγνόησε εντελώς- αλλά ήταν μια πραγματική μπανιέρα. Και σ΄εκείνο το υπόγειο πέρασε τα τέσσερα χρόνια σπουδών του στην Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών.

Θυμάται όταν ήταν παιδί στο πατρικό του στο χωριό δεν είχαν μπάνιο στο σπίτι. Η μάνα του κάθε Σάββατο απόγευμα έβγαζε από την αποθήκη έξω στην αυλή την αλουμινένια σκάφη για να τους πλύνει. Έβραζε νερό στο γκαζάκι,  γέμιζε την σκάφη μέχρι πάνω στο χείλος της και φώναζε αυτόν και την μικρή του αδελφή για την ώρα του καθαρισμού. Τότε ήταν τσίρος ακόμη και χώραγε στην μικρή σκάφη μαζί με την Αργυρούλα. Αυτή πάντα φώναζε πως το νερό ήταν καυτό λέγοντας στην μάνα τους να τελειώσει πρώτα ο Γιάννης και στ΄ απόνερά του θα καθαριζόταν μετά κι αυτή. Την θυμάται να τρέχει από κει και από δω ανάμεσα στα λιόδεντρα και να χώνεται πίσω από τον κορμό τους για να αποφύγει το κοινό τους μπάνιο.  Κι ο Γιάννης, καθώς η μάνα έψαχνε την Αργυρώ με την πετσέτα στον ώμο της, έμπαινε στην σκάφη και καθόταν για όση ώρα του αναλογούσε χαζεύοντας τον ατμό που έβγαινε από το καυτό νερό.

Κάθε Σάββατο, χειμώνα- καλοκαίρι με κρύα και καύσωνες, η σκάφη ήταν η μόνη μπανιέρα των παιδικών του χρόνων. Εκείνος ρωτούσε συχνά την μάνα του την ώρα που τον έπλενε «πότε θα έχουμε μια κανονική μπανιέρα στο σπίτι όπως όλοι οι άλλοι, πότε ο πατέρας θα κτίσει ένα μπάνιο επιτέλους εδώ μέσα». Και τότε αυτή τον έτριβε μα μανία στην γκρίζα σκάφη μέχρι να γδαρθεί το δέρμα του. Όταν ο Γιάννης επέμενε στην ερώτησή του, τότε η μάνα του λέγε κοφτά, πως δεν είχανε λεφτά για τέτοιες πολυτέλειες. Και ξάφνου εμφανιζόταν η Αργυρώ με κλαδάκια ελιάς στα χέρια και τον χτυπούσε στο κεφάλι για να τον εκνευρίσει κι άλλο.

Πήγαινε ήδη στο Γυμνάσιο όταν ο αλκοολικός πατέρας του πέθανε. Εκείνος με την μάνα και την αδελφή του μετακόμισαν μετά από κανέναν χρόνο στην Κομοτηνή, στην χήρα θειά του- την μικρότερη αδελφή της μάνας του. Η μάνα του είχε πια αποφασίσει πως ήρθε ο καιρός να δώσει στα παιδιά της μια ευκολότερη από την μέχρι τότε ζωή τους.   Σίγουρα μια αλλιώτικη απ΄αυτή που είχαν όσο ζούσε ο άντρας της. Όταν μπήκαν με τις βαλίτσες στο σπίτι της θειάς του, δύο πράγματα θυμάται από κει μέσα: τις βιβλιοθήκες και το μπάνιο. Πρώτη φορά έβλεπε σπίτι με μπανιέρα. Επιτέλους δεν θα λουζόταν πια  στη σκάφη. Χάρη στην θεία Τρυανταφυλλιά αγάπησε ο Γιάννης και τα βιβλία. Συνταξιούχος δασκάλα εκείνη διέκρινε την αγάπη του γι΄αυτά. Τα βράδια εκείνος ξενυχτούσε πάντα μ΄ένα βιβλίο στο χέρι κάτω από το πράσινο αμπαζούρ στο σαλόνι. Και η Τριανταφυλλιά τον ρωτούσε να της πει τι του άρεσε και τι όχι από το κάθε βιβλίο που καταβρόχθιζε. Βούλιαζε μέσα στις λέξεις χωρίς να τον νοιάζει που κοιμόταν στον καναπέ, αφού η μάνα και η αδελφή του μοιράζονταν το δεύτερο κρεβάτι του σπιτιού. Την μπανιέρα όμως δεν μπορούσε να τη χαρεί όπως φανταζόταν: η θειά δεν ήθελε να χαραμίζουν το ζεστό νερό στα μπάνια. «Μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα, θα γεμίζετε την μπανιέρα με νερό».

Μετά την Αθήνα, ο Γιάννης με υποτροφία βρέθηκε στο Λονδίνο για μεταπτυχιακό στην Αρχαία Γραμματεία. Εκεί προόδευε με αλματώδη ταχύτητα. Τελείωνοντας το διδακτορικό του αφιερώθηκε στην Ακαδημαϊκή του καριέρα: Αναπληρωτής Καθηγητής στην Οξφόρδη κι έπειτα Καθηγητής στην έδρα Κλασικών Σπουδών του Μοντρεάλ. Για οικογένεια και παιδιά ούτε κουβέντα. Σκυμμένος πάνω από συγράμματα και μελέτες νυχθημερόν, παραμέλησε τον εαυτό του εντελώς. Στο σπίτι του σπάνια έμπαινε. Μόνο για να πλένεται και ν΄αλλάζει ρούχα. Έκανε ένα γρήγορο ντους κι έφευγε για το Πανεπιστήμιο.

Στην Ελλάδα είχε να πάει πάνω από δέκα χρόνια. Έπεστρεψε μόνο για την κηδεία της μάνας του. Τις λίγες μέρες της διαμονής του στην Κομοτηνή τον φιλοξένησε η αδελφή του, που είχε πια κληρονομήσει το μικρό διαμέρισμα της θειάς τους.  Όταν τελείωσε κι ο καφές της κηδείας, επέστρεψαν στο σπίτι, ο Γιάννης κατευθύνθηκε στο μπάνιο κι άφησε το νερό της μπανιέρας να τρέχει με ορμή. Όσο το καυτό νερό άτμιζε, εκείνος παρατηρούσε προσεκτικά για πρώτη φορά τους άσπρους κύκνους και τις μαύρες πάπιες στα πλακάκια κι άρχισε να μονολογεί: «Τόσα χρόνια δεν αξιώθηκες Γιάννη μια δική σου μπανιέρα. Ζήτω η πρόοδός σου κύριε Καθηγητά!». Μπήκε μέσα, το νερό έκαιγε κυριολεκτικά, άλλα εκείνος δεν ένιωθε τίποτα.  Πήρε το σαπούνι και άρχισε να τρίβει με οργή το στήθος, τα δάχτυλα, τα πόδια και το πρόσωπό του. Το νερό άρχισε σιγά- σιγά να γίνεται ροζ.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s