Στον παράδεισο
«Τέρμα πια οι έρωτες», σκέφτηκα — η τελευταία μου σκέψη πριν κλείσω τα μάτια μου. Ξύπνησα, δεν ξέρω πόση ώρα αργότερα. Έκανε τρομερή ζέστη. Ήμουνα σ΄ ένα θάλαμο αναμονής μαζί με πλήθος άλλους. Κάθισα σε μια γωνιά. Ίδρωνα. Η πόρτα πρέπει ν΄ άνοιξε μέχρι και δέκα φορές. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Κι εγώ που νόμιζα πως θά’ μασταν λίγοι. Παρακολουθώ τις κινήσεις τους: κάποιοι χορεύουν ξαναμμένοι, άλλοι γλείφονται, μερικοί χώνουν τα δάχτυλα στα σπλάχνα τους. Τον ένιωσα να με καρφώνει με το βλέμμα —πυρακτωμένα μάτια, γαμψή μύτη, τραγίσιο γένι. Μια ανεξήγητη γοητεία, παρά την ασχήμια του—κοντός, με άγριες τρίχες παντού και κούτσαινε κιόλας. Χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω μου, κούνησε την ουρά του και με πλησίασε χαρούμενος:
—Θα μπεις σήμερα εκεί μέσα μαζί μου;
— Με κοροϊδεύεις; Να πάθω τα ίδια; Αν μπω εκεί μέσα*… θα καώ πάλι.
— Έλα τώρα! Μια ζωή δεν φοβόσουνα, τώρα τι σ΄ έπιασε;
— Δεν καταλαβαίνεις! Ξέρω καλά τι συμβαίνει εκεί μέσα*, γι΄ αυτό ξέχνα το. Δεν μπαίνω.
Εξακολουθούσε να με κοιτάει επίμονα σαλιώνοντας τα δάχτυλά του. Κι εγώ άρχισα να σιγοτραγουδώ, για να ξεχάσω την πείνα μου.
* Γιώργος Αποσκίτης, Στιγμόμετρο -Μικρά πεζά, Σμίλη 2021, σσ. 14-15· α’ δημοσίευση Ιστορίες Μπονζάι, 22/10/2019.