O σσιπέττος*

«Πιάστον σσιπέττον πιο ψηλά», ρε Μιχάλη, λαλεί του συνέχεια. Είπεν του το πεντέξι φορές σίουρα. «Είνταλως* τον κρατάς, έν τζαι το σσιέριν* της Γιαννούλας που κρατάς, κράτα το σφιχτά, φέρτο κοντά στον ώμο σου σιόρ*», συνεχίζει το βκιολίν του, πιάνει του τον σσιεπέττον που τα σσιέρκα του για να του δείξει τον τρόπον να παίζει τους λαούς* τζαι τα πεζούνια*, εν θέλει να παίζει κανέναν πεζούνιν, κανέναν πουλίν, μόνο το δικόν του να παίζει, ειδικά άμαν θωρεί την Γιαννούλα μες την πλατείαν του χωρκού, τζείντα μάθκια της τα πράσινα κάφκουν* τον, τζείντα σσιείλη της τα κότσσινα στάσσουν μέλιν, μα έν έσσιει το θάρρος να της μιλήσει, γιατί εν γιος του Αντρίκκου, του χαραμοφάη, του κοπρόσσιυλου, αντρέπεται να την δει μες τα μάθκια την Γιαννούλα, όπως αντρέπεται άμαν θωρεί την μάναν του με τα δικά της σσιείλη κατακότσσινα που τα γαίματα*, άμαν την ακούει να του λαλεί «κανεί Αντρίκκο, έν αντέχω άλλο, εν κρίμα τα κοπελούθκια*, έβρε* μιαν δουλειάν, να σπουδάσουν τούτα, να φύουν που το χωρκόν», τζαι εν τότε που αρκεύκει* τες φωνές, τζαι τότε κλείει τες πόρτες να μεν ακούει με τούτος με η αρφή* του η μιτσιά*. «Πιάστον σσιπέττον σωστά, ρε Μιχάλη, γαμώ τον καπηλέ μου*, είντα κοπελούιν είσαι εσού * σαν την μάνα σου, σιωπηλός, με να μιλήσεις ξέρεις, με να τζυννηίσεις έναν πουλίν, είσαι μαννός*, εν θα καταλάβεις ποττέ σου που τζυνήι*, παίξε κανέναν πεζούνιν μεν σε σπάσω στο ξύλο, θέλεις μου να ρίξεις τζαι γεναίκα εσού ρε, που εν ηξέρεις να βάλεις το δαχτύλιν σου σωστά, να παίξεις έναν πεζούνιν». Βουίζουν τα αφκιά του, άμαν του μιλά έτσι, εν σκοτεινά ακόμα, εν χάραμαν του φού*, θέλει να του λιώσει τα μυαλά, να θωρεί το γαίμαν να στάσσει που την μούτην* του, να μάθκια του να πεταχτούν πόξω, τα μυαλά του να ξησσιειλούν * χαμαί*, να μεν ταράσσει πκιόν*, να μεν μιλά, να μεν ειφκάλλει άχναν*, «πίαστον σσιπέττον σωστά, λαλώ σου για τελευταίαν φοράν, πιάστον τζαι θώρε με». Θωρεί τον, τωρά θωρεί  τζαι τα γαίματα χαμαί*, τζαι τα μυαλά του πας το χώμα, εν σκοτεινά ακόμα, μα το γαίμαν τσιυλά*σαν το αυλάτζιν, τζαι τζείνος εν χαμαί τζαι εν ταράσσει, εν μιλά πκιόν, τζαι ο σσιπέττος εν χαμαί, τζαι τούτος βούρα* μες τα χωράφκια τζαι τα σσιέρκα του έχουν γαίματα μα εν τον κόφτει*, βουρά γλήορα πριν ξημερώσει, τζαι τωρά έμαθεν να παίζει τον σσιπέττον, τζαι τζείνος πκιόν  εν θα του ξαναπεί ποττέ να πάσιν μαζί τζυνήι.

Γλωσσάρι

σσιπέττος: κυνηγετικό όπλο

είνταλως: πως

σσιέριν: χέρι

σιόρ: καλέ

λαούς: λαγούς

πεζούνιν: περιστέρι

κάφκουν: καίνε

γαίματα: αίματα

κοπελούθκια: παιδιά

έβρε: βρες

αρκεύκει: ξεκινά

αρφή: αδελφή

μιτσιά: μικρή

γαμώ τον καπηλέ μου: γαμώ το κέρατό μου

εσού: εσύ

μαννός: βλάκας

τζυνήι: κυνήγι

χάραμα του φού: ανήλιαγα

μούττην: μύτη

ξησσιειλούν ; ξεχυλίζουν

χαμαί: χάμω

πκιόν: πια

να μεν φκάλλω άχνα: να μην βγάζω άχνα (σιωπώ)

τζυιλά: κυλάει

βουρά: τρέχει

εν τον κόφτει: δεν τον νοιάζει

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s