Ως τζαμαί που φτάνει το σσιέριν σου

«Άτζιαπις καταφέρνω τα; Εν του σσιερκού μου τούντον πράμα, γιά τούτος ο άδρωπος;» Ρωτάς τζαι ξαναρωτάς, μα την σωστήν απάντησην εν την βρίσκεις. Δικλάς ποδά, δικλάς ποτζεί, μα έν σιουρκάζεις. Τρώει σε το σκουλούτζιν να τα κερτίσεις ούλλα.

«Να ποταβρίζεσαι ως τζαμαί που φτάνει το σσιέριν σου». Ελαλούσαν σου που τον τζαιρόν πούσουν μιτσής τούντην κουβένταν. Μα το γινάτιν σου ήτουν πκιό μιάλον που όσα εμπορούσεν η καρκιά σου να αντέξει.

Τζαι τωρά εγίνηκες κομμάθκια. Εξεριζώθην η ψυσσιή σου. Έγινεν ποζαύλιν. Πέρκιμον με τον τζαιρόν ξηάσεις. Μα ξηάνει όμως ποττέ ο άδρωπος τζείνα, γιά τζείνους που αγάπησεν;

Χαρκούμαι πως όι.

Γλωσσάρι:

άτζιαπις: μήπως

σσιέρι: χέρι

γιά: ή

δικλώ: κοιτώ

ποδά: εδώ

ποτζεί: εκεί

σιουρκάζω: ησυχάζω

ποταβρίζεις το σσιέριν: ν΄απλώνεις το χέρι

μιτσής: μικρός

μιάλον: μεγάλο

ποζαύλιν: αποκαϊδι

πέρκιμον: μακάρι

χαρκούμαι: θαρρώ

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s