– Σου αρέσει να γράφεις; με ρώτησε όταν με είδε με την άκρη του ματιού του να κοιτάζω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη στο υπόγειο.
– Δεν γράφω, του απάντησα ντροπαλά και ξαφνιασμένα.
– Έτσι λες, αλλά εγώ ξέρω πως γράφεις. Γι΄ αυτό κοιτάς τα βιβλία έτσι. Πάρε αυτό εδώ το βιβλίο με Γερμανούς ποιητές. Στο δωρίζω. Το είχα αγοράσει όταν ήμουν ακόμη φοιτητής στην Χαϊδελβέργη. Πρέπει να έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε.
Λίγο μετά που γέννησα την κόρη μου, είχαμε μετακομίσει στα πεθερικά μου που ζούσαν σ΄ ένα προάστιο της Βαυαρίας. Το σπίτι τους ήταν μεγάλο με αυλή, διώροφο, με πολύ λιγότερα σκαλοπάτια από κείνα που έπρεπε καθημερινά να ανεβοκατεβαίνω για να μπω στο μικρό διαμέρισμα που νοικιάζαμε στον τέταρτο όροφο χωρίς ασανσέρ. Και με το παιδί όλα έγιναν λίγο πιο δύσκολα: τα σκαλοπάτια, οι λογαριασμοί στο σπίτι, το κλείσιμο στους τέσσερις τοίχους των πενήντα τετραγωνικών χωρίς μπαλκόνι όταν ο χειμώνας διαρκούσε μέχρι τον Απρίλιο.
Την πρώτη φορά που κατέβηκα στο υπόγειο του πατρικού του άντρα μου, που τώρα το σπίτι τούτο στέγαζε και μας, μου έκανε εντύπωση το δάπεδο, το γήινο χρώμα στα κεραμικά που έβγαζε μια ζεστασιά καθόλου οικεία με τους ενοίκους του σπιτιού. Προχώρησα προς το γραφείο του, όπου αναδυόταν ένας κόσμος παλιός, μα καθόλου μουχλιασμένος. Ένα δωμάτιο γεμάτο βιβλιοθήκες, το γραφείο του, μια μαύρη πολυθρόνα και ένα vintage πικάπ. Ο Κρίστοφ, ο πεθερός μου, καθόταν σκυφτός πάνω από τα ανοιγμένα αρχιτεκτονικά σχέδια στο γραφείο, που τα φώτιζε μια πράσινη λάμπα αγορασμένη σίγουρα από ένα παλαιοπωλείο όπως και τα περισσότερα αντικείμενα σ΄ εκείνο το σπίτι. Το κάθε μικρό ή μεγαλύτερο αντικείμενο ήταν ένα ξεχωριστό κομμάτι μιας ζωής δύσκολης, ενός παρελθόντος που οι μνήμες του είχαν καρφωθεί γερά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Κάπνιζε και κοιτούσε τα δικά του σχέδια κρατώντας στο άλλο χέρι ένα καλοξυσμένο μολύβι. Τον καλησπέρισα, μα απάντηση δεν πήρα. Τότε άρχισα διακριτικά να παρατηρώ και να ψηλαφίζω τα βιβλία.
Θυμάμαι ακόμη τις διερευνητικές ματιές που μου έριχνε, όταν οι επισκέψεις μου εκεί έγιναν συχνότερες μόλις το παιδί κοιμόταν. Φοβόμουν μήπως τον ενοχλούσε η παρουσία μου στον δικό του υπόγειο κόσμο, όταν με έπαιρνε χαμπάρι. Με κοίταζε, μα δεν μου μιλούσε, παρά μόνο βυθιζόταν στις γραμμές, τους χάρακες και τα μεγάλα χαρτιά στο οπτικό του πεδίο. Ο Κρίστοφ, μετά την πτώση του Τείχους στο Βερολίνο, υπήρξε ένας από τους αρχιτέκτονες που έδωσαν ξανά ζωή σε κτίρια κατεστραμμένα, έκτισε την πλατεία Postdamer, την Gemäldegalerie, μουσεία και θέατρα ανασταίνοντας την πόλη από τα συντρίμμια ενός πολέμου που καθόρισε τις ζωές μας. Ποτέ δεν μιλούσε με στόμφο για το έργο του, αλλά συνέχιζε να σχεδιάζει, ακόμη κι όταν πια ο όγκος στο κεφάλι τον ανάγκασε να μείνει στο σπίτι, εγκαταλείποντας πρακτικά ό,τι αγάπησε πιο πολύ στη ζωή του: την αρχιτεκτονική.
Ένα βράδυ, καθισμένη στην μαύρη πολυθρόνα ξεφύλλιζα κάποιο σκλήροδετο τόμο με έργα του κι ένιωσα μια σκιά πάνω από τον ώμο μου. «Ας το αυτό, δεν είναι τόσο σημαντικό. Θα σου διαβάσω κάτι άλλο», μου είπε με ήρεμη φωνή. «Έχουμε φθαρεί από τις εύκολες απολαύσεις όπως όλοι οι ερασιτέχνες, και το όνειρό μας είναι να γίνουμε πρωταθλητές. Όμως πώς θα ήταν αν περιφρονούσαμε τις επιτυχίες μας; Αν αρχίζαμε από την αρχή να μαθαίνουμε τον μόχθο που απαιτεί η αγάπη και που μας αναλογεί; Αν αποφασίζαμε να γίνουμε αρχάριοι τώρα που αλλάζουν τόσα πολλά;». Ακολούθησαν κάποια λεπτά σιωπής. «Ράινε Μαρία Ρίλκε, από το βιβλίο του Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» είπε στη συνέχεια χαμηλόφωνα. «Αγαπητή Μπετίνα, να μελετάς πολύ τους συγγραφείς, τους κλασικούς και να γράφεις. Να γράφεις, να σκίζεις τις οκτώ στις δέκα κόλλες, να συνεχίσεις όμως να γράφεις. Μα πιο πολύ να διαβάζεις αδιάκοπα», μου είπε ο Κρίστοφ και κάθισε πάλι στο γραφείο του, άναψε ένα τσιγάρο και συνέχισε να κάνει αυτό που έκανε κάθε βράδυ.
Οι επισκέψεις μου στο υπόγειο πύκνωναν και οι κουβέντες μεταξύ μας μαλάκωσαν με τον χρόνο. Άλλοτε μιλούσαμε σαν δύο παλιοί φίλοι, άλλοτε σαν πατέρας στην κόρη του, άλλοτε μοιραζόμασταν τις σιωπές μας. Άκουγα τα λόγια του χωρίς να βγάζω άχνα σαν να είχα μπει σε κάποια χώρα των θαυμάτων στα κρυφά και δεν ήθελα να φύγω με τίποτα. Πολλές φορές, όταν ξενυχτούσα εκεί τον παρατηρούσα ν΄ αφήνει τα γυαλιά του στο γραφείο, δίπλα στο καλοξυσμένο μολύβι κι ύστερα μ΄ένα ψηλάφισμα στον τοίχο και με αργό σύρσιμο των ποδιών του στο δάπεδο και το κεφάλι του γεμάτο οριζόντιες και κάθετες γραμμές, λέξεις και εικόνες έμοιαζε σαν να έβγαινε από μια σήραγγα βηματίζοντας προς μια άλλη προοπτική ξένη προς αυτόν.
Το τελευταίο του βράδυ πριν πεθάνει καθόμασταν στο υπόγειο με τις ώρες. Τίποτα δεν προμήνυε το φευγιό του. Κάποια στιγμή με φώναξε στο γραφείο κι άρχισε να διαβάζει με τον μεγεθυντικό του φακό: «Αλλά τώρα που αλλάζουν τόσο πολλά, δεν ήρθε η σειρά μας να αλλάξουμε κι εμείς; Δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να εξελιχθούμε λιγάκι και σιγά σιγά να αρχίσουμε να μοχθούμε επωμιζόμενοι το μερίδιό μας στην αγάπη;» Έκλεισε το βιβλίο και με κοίταξε επίμονα στα μάτια: «Αγαπητή Μπετίνα, θέλω μια χάρη: όταν δεν θα είμαι πια εδώ, θα ήθελα να κρατήσεις φωτεινό αυτό το υπόγειο. Το αγαπάς όσο κι εγώ».
Το ίδιο βράδυ ο Κρίστοφ πέθανε στον ύπνο του. Εκεί στο υπόγειο. Με το κεφάλι γυρτό πάνω στα σχέδια του, δίπλα στο καλοξυσμένο του μολύβι με την πράσινη λάμπα αναμμένη.