«Χρειάζομαι οπωσδήποτε χρήματα. Με κάθε θυσία», σκέφτηκα και η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ήταν περασμένες τρεις τα ξημερώματα και κανονικά έπρεπε να φύγω. Αλλά ήθελα να προκαλέσω τη μοίρα μου, να της κλείσω το μάτι, να την καλοπιάσω. Απόψε είχα χάσει ό,τι είχα και δεν είχα. Μ΄ έσφιγγε η γραβάτα. Αυτή η μανία μου να δένω την γραβάτα με τόση προσοχή, ακόμη και η πτυχή κάτω από τον κόμπο έπρεπε να είναι στην εντέλεια. Η γραβάτα με έκανε πάντα να ιδρώνω στην εταιρεία. Δούλευα σαν σκυλί, για να πλουτίσω. Με ωραίες γραβάτες και με τον ιδρώτα της δουλειάς. Τώρα παρατηρώ γύρω μου αυτούς που θέλουν να πλουτίσουν σε βάρος του διπλανού τους. Βυθίζονται στις καρέκλες και κοιτάνε επίμονα τα χαρτιά, τους αριθμούς, κάνουν υπολογισμούς, μετράνε πιθανότητες επιτυχίας κι ευτυχίας. Ποντάρουν σε τυχερούς αριθμούς, που στο τέλος μπορεί να είναι άτυχοι, ποντάρουν ξανά και ξανά χάνοντας αυτά που κέρδισαν ή κερδίζοντας αυτά που ποτέ δεν είχαν.
Η γραβάτα με στενεύει όλο και πιο πολύ. Έβαλα το δάχτυλο στον κόμπο της, λίγο πριν ρίξω για τελευταία φορά τα χαρτιά στη τσόχα. «Χρειάζομαι τα χρήματα, γαμώτο», επαναλάμβανα την φράση αυτή μέσα μου. Τα χρειάζομαι για εκείνη. Όσα κι αν της δίνω, ζητάει αχόρταγα άλλα τόσα. Κι αν κάποια στιγμή ξεμείνω από λεφτά; Η γραβάτα με πνίγει πολύ. Σαν θηλιά τυλίγεται γύρω από τον λαιμό μου. Οι συμπαίχτες μου περιμένουν να παίξω. Με κοιτάνε ανυπόμονα αρκετά λεπτά. Ιδρωμένος λύνω την γραβάτα και την πετάω στο πάτωμα. Ρίχνω το τελευταίο μου χαρτί. Τα παίζω όλα για όλα. Ποντάρω ό,τι έχω και δεν έχω. Δεν με νοιάζει αν τα χάσω όλα. Τώρα δεν με σφίγγει πια η γραβάτα.